Το «ριφιφί του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε, οι δράστες του οποίου παραμένουν ακόμα άγνωστοι, απασχόλησε τις αστυνομικές και δικαστικές Αρχές και την κοινή γνώμη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πώς έγινε το «ριφιφί του αιώνα»;
Οι δράστες έσκαψαν ένα τούνελ κάτω από την κοίτη του ποταμού Ιλισού το οποίο έφτανε κάτω από το υποκατάστημα της τράπεζας.
Το τούνελ ξεκινούσε από ένα φρεάτιο της ΕΥΔΑΠ στο αριστερό τοίχωμα της σκεπασμένης κοίτης του ποταμού Ιλισού και κατέληγε κάτω από το υπόγειο της τράπεζας, όπου βρίσκονταν οι θυρίδες.
Στόχος τους δεν ήταν τα ταμεία της Τράπεζας αλλά οι θυρίδες που βρίσκονταν στο υπόγειό της.
Οι δράστες φτάνοντας, απόλυτα προσανατολισμένα, κάτω από το υπόγειο τρύπησαν μπετόν 60 εκατοστών, παραβίασαν 301 από τις 1.151 θυρίδες της Τράπεζας και αφαίρεσαν όλο το περιεχόμενό τους. Η αξία της λείας τους υπολογίζεται σε 5 δισεκατομμύρια δραχμές (περίπου 14,7 εκατ. ευρώ με βάση την ισοτιμία), ποσό αστρονομικό για την εποχή αλλά και για σήμερα βέβαια.
Οι αστυνομικές έρευνες και τα ευρήματα της Βραυρώνας
Οι αστυνομικοί έμειναν έκπληκτοι από το τούνελ που είχαν κατασκευάσει οι δράστες του ριφιφί. Είχαν χρησιμοποιήσει ηλεκτρογεννήτριες και κομπρεσέρ χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Οι αρχικές έρευνες δεν οδήγησαν πουθενά.
Στις 12 Ιανουαρίου στην ερημική τοποθεσία Χαμολιά στην παραλία της Βραυρώνας βρέθηκαν τυχαία μερικές κατεστραμμένες θυρίδες με κάποιες επιταγές και ομόλογα. Η ανακάλυψη αυτή έκανε τους αστυνομικούς να συμπεράνουν ότι, πιθανότατα, οι δράστες του πρωτοφανούς ριφιφί έφυγαν μέσω θαλάσσης με τα κλοπιμαία τους για άλλο μέρος της Ελλάδας ή το εξωτερικό.
Ο «απατεώνας» Σύριος, οι προφυλακίσεις και η αναίρεση των καταγγελιών
Τον Ιούλιο του 1994 ο Σύρος κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού Τζουμάχ Χαλίντ υπέδειξε ως δράστες του ριφιφί τον υποδιευθυντή του καταστήματος Αναγνώστη Καλαφάτη, τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ Λάμπρο Κότσαλο και τους επιχειρηματίες Στέλιο Κολοβό, Διονύση Παπασταματάτο και Μανώλη Σπανουδάκη.
Ο Χαλίντ που είχε ανοίξει λογαριασμό στο συγκεκριμένο κατάστημα της τράπεζας με πλαστά στοιχεία, όπως αποκαλύφθηκε, ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει μέρος στο ριφιφί, κατασκευάζοντας τα υποστυλώματα.
Όταν όμως μετά τη ληστεία οι δράστες, αντί για 30 εκατομμύρια δραχμές, όπως του είχαν υποσχεθεί, του έδωσαν μόνο τρία, τους κατέδωσε στις Αρχές. Ο ανακριτής που ανέλαβε να εξετάσει τις καταγγελίες του Σύρου εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για όσους αυτός ανέφερε. Ο Καλαφάτης και ο Παπασταματάτος μετά τις απολογίες τους προφυλακίστηκαν, ο Κότσαλος αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, ενώ οι Κολοβός και Σπανουδάκης δεν εμφανίστηκαν στον ανακριτή και ήταν καταζητούμενοι.
Τον Νοέμβριο του 1994 ο Χαλίντ σε τηλεοπτική του συνέντευξη αναίρεσε τους ισχυρισμούς του, κάτι που έκανε και με σημείωμα που έστειλε στον ανακριτή της υπόθεσης στις 25 Ιανουαρίου 1995.
Ο Παπασταματάτος και ο Καλαφάτης αποφυλακίστηκαν. Τον Απρίλιο του 1995 συνελήφθη ο Κολοβός που είχε διαφύγει στο εξωτερικό με σκοπό όπως είπε να βρει στοιχεία που θα αποδείκνυαν την αθωότητά του. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών απαλλάχτηκαν από όλες τις κατηγορίες οι πέντε κατηγορούμενοι.
Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και παραμένει ανεξιχνίαστη ως σήμερα.
Επίλογος
Η Τράπεζα Εργασίας επικήρυξε με 200 εκατομμύρια δραχμές τους δράστες με την ελπίδα ότι κάποιος εμπλεκόμενος στο ριφιφί θα δώσει πληροφορίες για τους δράστες. Κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Η υπόθεση απασχόλησε όχι μόνο τα ελληνικά αλλά και τα ξένα ΜΜΕ. Όπως ήταν φυσικό, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες για τους δράστες. Κάποιοι ανέφεραν ότι δράστες της διάρρηξης ήταν μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας μαζί με υπαλλήλους άλλων υποκαταστημάτων της Τράπεζας Εργασίας που βοήθησαν στη διάπραξη του ριφιφί. Επίσης γράφτηκε ότι τη διάρρηξη έκανε η ιταλική μαφία καθώς πριν από λίγο καιρό είχε γίνει παρόμοιο ριφιφί.
Ο κορυφαίος αστυνομικός συντάκτης Πάνος Σόμπολος σε συνέντευξή του στο «Ράδιο Θεσσαλονίκη» την 1η Απριλίου 2021 τόνισε ότι σίγουρα υπήρχαν άτομα με εξαιρετικές τεχνικές γνώσεις ανάμεσα σε όσους πήραν μέρος στο ριφιφί και ότι η λεία της διάρρηξης πιθανότατα μεταφέρθηκε στο εξωτερικό. Οι θυρίδες που ανοίχθηκαν δεν ήταν «στοχευμένες» αλλά η επιλογή τους έγινε τυχαία.
Ο Πάνος Σόμπολος ανέφερε και τις συγκλονιστικές εικόνες με τους ανθρώπους που είχαν χρήματα, κοσμήματα, πολύτιμα αντικείμενα κ.ά. στις θυρίδες τα οποία από τη μια στιγμή στην άλλη έγιναν καπνός…
Πιθανότατα, τα θύματα του ριφιφί δεν αποζημιώθηκαν ποτέ.