Ακολουθήστε μας στο facebook

“Περί έριδος για τα όρια τους μεταξύ Υπαταίων και Λαμιέων ο λόγος”

*Γράφει ο Γεώργιος Καλλιώρας

Κατά τους ιστορικούς χρόνους, στους οποίους θα αναφερθούμε στην παρούσα έρευνα, στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού επικρατούσαν δύο πόλεις κράτη, η Λαμία, πρωτεύουσα των Μαλιέων και η Υπάτη, πρωτεύουσα των Αινιάνων.
Από σπασμένο διάταγμα με λατινικούς χαρακτήρες, που βρέθηκε το 1855 στο χωριό Μεξιάτες Φθιώτιδος, μάθαμε ότι επί αυτοκράτορος Ρώμης, Ανδριανού οι δυο πόλεις είχαν έρθει σε σοβαρή έριδα μεταξύ τους για το θέμα των ορίων τους. Το ρωμαϊκό διάταγμα μετά την ανεύρεση του μεταφέρθηκε στο σπίτι του στρατιωτικού γιατρού λοχαγού Κ. Βαλέτα
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι, στο κάτω μέρος της επιγραφής, λείπει ίσως το σημαντικότερο κομμάτι του διατάγματος, που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις τελικές μας εκτιμήσεις για το θέμα των ορίων ανάμεσα στις δυο πόλεις .
Πιθανών όμως εκείνη την εποχή θα υπήρχε και η μετάφραση από τα λατινικά στα ελληνικά που προφανώς θα ηταν τοποθετημένες στην Λάμια και στην Υπάτη.
Σήμερα το αναφερόμενο ρωμαϊκό διάταγμα είναι τοποθετημένο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαμίας, στο Κάστρο της Λαμίας.

Η επιγραφή γράφει : Κατά τον μήνα Μάρτιο αναγνώστηκε διάταγμα του ανθύπατου Κόϊντου Γέλιου Σέντιου Αυγουρίνου το οποίο προκύπτει από επιστολή αυτού. [Επειδή ο άριστος και μέγιστος αυτοκράτωρ Τραϊανός Αδριανός Αύγουστος μού έγραψε να πάρω γεωμέτρας και να κρίνω τη διαμάχη μεταξύ Λαμιέων και Υπαταίων, και να βάλω εγώ τα όρια και επειδή εγώ βρέθηκα επί τόπου πολλές φορές και για πολλές μέρες και έκρινα με τους συνηγόρους και των δύο πόλεων παρόντες , όρισα τον Ιούλιο Βίκτορα ως ανάκλητον γεωμέτρη του Αυγούστου και καταλήγω στις εξής αποφάσεις: Αρχή των ορίων να είναι από αυτόν τον τόπο για τον οποίον έμαθα ότι υπήρξε σίδη, η οποία είναι πιο κάτω από τον περίβολο που έχει καθιερωθεί για τον Ποσειδώνα και από εκεί κατεβαίνουν για να τηρείται ευθεία γραμμή μέχρι την πηγή Δέρκινα, η οποία είναι πέρα από τον Σπερχειό ποταμό, έτσι ώστε να οδηγεί από τα αμφίσπορα των Λαμιέων και Υπαταίων η ευθεία γραμμή στην πηγή Δέρκυνα, που έχουμε αναφέρει και από εκεί στο λόφο Πήλιο μέσα από τον ρου του Σπερχειού , και από εκεί στο μνημείο του Εύρυτου, το οποίο βρίσκεται μεταξύ των συνόρων των Λαμιέων ,των Ευρυκανίων και των Προερνίων.]

Από το παραπάνω διάταγμα μαθαίνουμε ότι η έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις ήταν τόσο σοβαρή που ο ίδιος ο αυτοκράτορας της Ρώμης έδωσε εντολή να μεταβεί επιτόπου ο ανθύπατος Κόϊντος Γέλλιος Σέντιος Αυγουρίνος για να διαλύσει την έριδα. Σύμφωνα με την επιγραφή ο Ρωμαίος Ανθύπατος για πολλές ημέρες εργάστηκε για το θέμα της οριοθέτησης, συζήτησε με τους συνηγόρους των πόλεων και στο τέλος κατέληξε στο παραπάνω διάταγμα.

Στο διάταγμα δεν αναφέρεται αν τα όρια ξεκινούσαν από το βορρά ή το νότο αλλά μας λέει ότι ξεκινούσαν από την Σίδη η οποία είναι πιο κάτω από το τέμενος του Ποσειδώνος και κατά μήκος της οροθετικής γραμμής υπήρχε η πηγή Δέρκυνα, ο λόφος Πήλιο και ότι η οροθετική γραμμή τέλειωνε στα σύνορα μεταξύ Λαμιέων ,Προερνίων και Ευρυκανίων στο σημείο όπου υπήρχε το μνημείο του Εύρυτου.

Εκτιμούμε ότι ο Ρωμαίος Ανθύπατος , για να δώσει λύση στο πρόβλημα των ορίων, εκμεταλλεύτηκε τη μορφολογία του εδάφους, την ιστορική παράδοση, την θρησκευτική παράδοση, άλλα και τις απόψεις των συνηγόρων των δυο πόλεων. Οι μέχρι σήμερα ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα εκτιμούν ότι τα όρια που καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος ξεκινούσαν από τον Βορρά προς τον Νότο, διέρχονταν από τα δυτικά όρια της Λαμίας εκεί που σήμερα είναι τα γεωγραφικά όρια των χωριών Σταυρού και Λυγαριάς Φθιώτιδος.

Εμείς , για να μπορέσουμε να εντοπίσουμε από πού ξεκινούσε και πού κατέληγε η οροθετική γραμμή , πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα παρακάτω:
Ο Ρωμαίος Ανθύπατος χρησιμοποίησε την γεωγραφική περιοχή με τέτοιον τρόπο ώστε να μην υπάρξει ποτέ καμία περίπτωση αμφισβήτησης ή αμφιβολίας των ορίων που θα έθετε.
Επίσης πριν ξεκινήσουμε θα πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα ότι η γεωγραφική περιοχή της Λυγαριάς Λαμίας, είναι γεμάτη χείμαρρους και η οροθετική γραμμή μπορεί να ξεκινούσε από οπουδήποτε. Για να γίνουμε ακόμη πιο συγκεκριμένοι, η περιοχή της Λυγαριάς (το σημείο που ξεκινούσε η οριοθετική γραμμή) είναι γεμάτη με μεγάλους και μικρούς χείμαρρους, γεγονός που κάνει την έρευνα μας πολύ δύσκολη και πολύπλοκη.

 

Σίδη
Κάποιοι ιστορικοί όπως και κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι η Σίδη ήταν αρχαία πόλη. Ο Ι. Βορτσέλας πιστεύει ότι πόλη με το όνομα Σίδη δεν υπήρξε ποτέ, αλλά η Σίδη είναι γεωγραφικός προσδιορισμός και αναφέρεται στην αρχαία ονομασία της ροδιάς (ροιά) . Ο Fr. Staehlin υποστηρίζει επίσης ότι η λέξη Σίδη είναι γεωγραφικός προσδιορισμός και σημαίνει ροδιά, η οποία συναντάται ακόμη στην περιοχή και ότι η βλάστηση ελάχιστα έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή και είναι δυνατόν το όνομα της αρχαίας τοποθεσίας να έχει δανειστεί από την όψη του τόπου. Συνεχίζοντας πιστεύει ότι το όνομα Σίδη δεν είναι προγενέστερο του 5ου αιώνα. Ο ίδιος τοποθετεί τη Σίδη στην περιοχή της Μπεκής (Σταυρός) και το ναό του Ποσειδώνος στην Τσοπαλνάτα (Λυγαριά), δηλαδή τοποθετεί την οροθετική γραμμή ανάμεσα στα χωριά Λυγαριά, Αγριελιά, Σταυρό. Ο Αθηναίος επίσης μας πληροφορεί ότι εκείνα τα χρόνια με τον όρο Σίδη οι Έλληνες εννοούσαν κάποια δασώδη και θαμνώδη περιοχή, λέει επίσης ότι πολλά μέρη ονομάζονται Side εξ αιτίας των δέντρων που βρίσκονται εκεί.
Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας ότι στην αναφερόμενη εποχή όλοι οι χείμαρροι που έρχονταν από την Όθρυ κατέληγαν στην κοιλάδα του Σπερχειού δημιουργώντας μια απροσπέλαστη και βαλτώδη περιοχή, λόγω των φερτών υλών που μετέφεραν. Όλες αυτές οι φερτές ύλες κατέληγαν στην βορειοανατολική πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού πόταμου, δημιουργώντας την Σίδη. Ο όγκος του νερού και των φερτών υλών που κατέβαινε από την Όθρυ, άλλαζε συνέχεια τον όγκο και το σχήμα της περιοχής, αλλα και κοίτες των χειμάρρων, πριν καταλήξουν στον Σπερχειό. Γνωρίζουμε ότι αυτή η γεωγραφική πραγματικότητα κράτησε μέχρι την δεκαετία του 1960 την εποχή που ο η περιοχή ακόμη ηταν βαλτώδης με πολλές Λυγαριές, βάτα και λοιπά υδρόβια φυτά. Η περιοχή ανάμεσα στην Λυγαριά, την Αγριελιά και την Λαμία ήταν τόσο απροσπέλαστη που η συγκοινωνία ανάμεσα στην Λυγαριά και στην πρωτεύουσα του νομού Λαμίας γίνονταν μέσω της διαδρομής Λαμίας- Λιανοκλαδιού.
Ως Ελλάδα αναφέρει ο Ι. Βορτσέλας τον Σπερχειό ποταμό. Επίσης ως Ελλάδα, αναφέρεται ο Σπερχειός στον «θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως» λόγω των Ελών που υπήρχαν.

Κάποιοι υποστηρίζουν πως η πόλη Ελλάδα βρίσκονταν στην Ελώδη κοιλάδα του Σπερχειού. Ο Παυσανίας στα Φωκικά (20,7) αναφέρει ότι, στα λιμνάζοντα έλη του Σπερχειού πνίγηκαν πολλοί Κέλτες όταν ο Γαλάτης Βρένος πέρασε από την κοιλάδα του Σπερχειού κατευθυνόμενος για τους Δελφούς.

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω εκτιμούμε ότι ο όρος Σίδη είναι γεωγραφικός προσδιορισμός και αναφέρεται στην πυκνή βαλτώδη βλάστηση της βορειοανατολικής πλευράς της κοιλάδας του Σπερχειού, που δημιουργούσαν οι χείμαρροι λόγο των φερτών υλών που μετέφεραν από την Όθρυ. Με αυτή την έννοια θα χρησιμοποιούμε τον όρο Σίδη σε όλο το άρθρο. Εκτιμούμαι ότι η Σίδη θα πρέπει να ξεκινούσε από το Καστράκι στην δυτική πλευρά του χωριού Σταυρός Φθιώτιδος, καταλάμβανε όλη την περιοχή του κάμπου της Αγριελιάς (Νταιτσάς), ίσως να έφτανε μέχρι τον σημερινό συνοικισμό των Ευρυτάνων, περιλάμβανε όλους τους χείμαρρους της Λυγαριάς, όλη την νοτιοανατολική πλευρά του κάμπου της Λυγαριάς και πρέπει να έφτανε μέχρι τα Παλιοχώρια. Κάπου στην μέση, της βαλτώδους περιοχής, υπήρχε ασφαλές πέρασμα σε τεθλασμένη γραμμή που ένωνε την βόρεια με την νότια πλευρά της κοιλάδας του Σπερχειού. Σήμερα αυτό το πέρασμα έχει αντικατασταθεί από τον δρόμο Λυγαριάς – Αμουρίου Φθιώτιδας.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι στην γεωγραφική περιοχή του χωριού της Λυγαριάς, όπως θα δούμε παρακάτω συναντώνται τρεις δρόμοι. Ο ένας δρόμος ξεκινούσε από το Δερβέν Φούρκα (κεφάλαιο Κάστρο της Αγίας Άννας), και έφτανε στην πλατεία του Χωριού.
Ο δεύτερος δρόμος (Κεφάλαιο Παλιόκαστρο) ήταν αυτός που ξεκινούσε από την Ταράτσα και ενώνονταν με τον δρόμο που έρχονταν από το Δερβέν Φούρκα. Αυτοί οι δύο δρόμοι, στην πλατεία του χωριού ενώνονταν με το δρόμο-πέρασμα που διέσχιζε την κοιλάδα του Σπερχειού. (Με το θέμα των τριών δρόμων αα ασχοληθούμε αναλυτικότερα παρακάτω)

Παλιόκαστρο.
Ανατολικά της Λυγαριάς στην θέση Παλιόκαστρο υπάρχει ένα κατεστραμμένο πέτρινο κάστρο, γνωστό σαν το κάστρο της Λυγαριάς για τους ιστορικούς και σαν Παλιόκαστρο για τους ντόπιους. Στο Παλιόκαστρο για πρώτη φορά είχα ανέβει το 1974 ή το 1975. Θυμάμαι ότι τα τείχη του κάστρου ήταν ακόμη σε πολύ καλή κατάσταση, εκτός από την ανατολική πλευρά η οποία ηταν τελείως κατεστραμμένη.
Όλη η περιοχή του Παλιόκαστρου ήταν και είναι καλυμμένη από τεράστια πουρνάρια εκτός από το μέσον της δυτικής πλευράς όπου η συνεχή ανθρώπινη δραστηριότητα δεν τους επέτρεπε να αναπτυχθούν. Για δεύτερη φορά ανέβηκα το 2006. Με φρίκη διαπίστωσα ότι όλη η ανατολική, η νότια και η νοτιοανατολική πλευρά του τείχους είχε καταρρεύσει τελείως.
Την επομένη φορά ανέβηκα με παρέα το 2011. Με θλίψη και πίκρα διαπίστωσα ότι όλο το κάστρο εκτός από την βορειοδυτική πλευρά έχει καταρρεύσει σε σημείο ώστε να έχουν εξαφανιστεί ακόμη και οι πέτρες των τειχών. Χαρακτηριστικό της καταστροφής είναι ότι είχαμε μπει μέσα στην περίμετρο του κάστρου χωρίς να το αντιληφτούμε. Καταλάβαμε ότι είμαστε μέσα στο κάστρο όταν φτάσαμε στην βορειοδυτική πλευρά του και συναντήσαμε το τοίχος που είναι ακόμη στην θέση του.
Ο Γάλλος αρχαιολόγος Yves Bequignon πού πέρασε από την κοιλάδα γύρω στο 1930 ανέβηκε στο κάστρο και μας έδωσε την παρακάτω περιγραφή . [Το αρχαίο οχυρό που βρίσκεται στο ανατολικά του χωριού Τσοπαλνάτες είναι σχεδόν άγνωστο στους κατοίκους … ωστόσο, δεν είναι καθόλου μακριά παρά 20 λεπτά, αλλά δεν κτυπά στο μάτι σαν επιβλητική όψη. Είναι περιτριγυρισμένο από ένα τοίχο από ταιριαστές πέτρες. Η μορφή του είναι ελλειψοειδής . Ο μεγάλος άξονας είναι 200 μέτρα ενώ ο μικρός 45 μέτρα και η περίμετρος του περίπου 800 μέτρα. Το πρόχωμα είναι καλά διατηρημένο κυρίως δυτικά, όπου διατηρούνται κομμάτια πού έχουν μέχρι 20 μέτρα μήκος.

Το μέσο πάχος του τείχους ποικίλει από 1.85-1.40 μέτρα.
Το ύψος φτάνει νότια 1.60-2 μέτρα, άλλοτε 1.40 μέτρα. Το τείχος είναι χτισμένο πάνω σε χοντρές πέτρες και πάνω στις οποίες έχει τεθεί ένα διπλό τοίχωμα εσωτερικά και εξωτερικά με μπλοκάρισμα από πέτρες

Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν διάσπαρτα μπλοκ και τείχη ύψους 1.60 μέτρα και πάχους 1.65 μέτρα. Φαίνεται ότι κάποια πόρτα υπήρχε στο ανατολικό σημείο, όμως ίσως να μην ταιριάζει στην κλασική θεωρία. Στο εσωτερικό αυτού του οχυρού παρατηρούμε σωρούς από πετρώματα, τα οποία όμως δεν έχουν αναγνωριστεί χωρίς την απαραίτητη δειγματοληψία. Από το φρούριο, η θέα στην κοιλάδα αγκαλιάζει όλη τη δεξιά όχθη του Σπερχειού και τα γύρω χωριά από δυτικά προς ανατολικά Υπάτη, Μεξιάτες, Κομποτάδες, και μέχρι τη θάλασσα. )
Το Παλιόκαστρο είναι κτισμένο βορειοδυτικά της Λαμίας και ανατολικά της Λυγαριάς. Είναι πετρόχτιστο και η τεχνοτροπία της κατασκευής του μας παραπέμπει στη μυκηναϊκή εποχή. Ο Yves Bequignon αναφέρετε σε κάποια πετρώματα που υπήρχαν στο εσωτερικό του κάστρου την εποχή που επισκέφτηκε το κάστρο. Από αυτά τα πετρώματα, σήμερα δεν υπάρχει κανένα. Πιθανών να εχουν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση σπιτιών η για την ανέγερση του μοναστηρίου της Αγίας Άννας. .
Οι ιστορικοί και περιηγητές που ασχολήθηκαν με την τοπική ιστορία έχουν σαν δεδομένο ότι το Παλιόκαστρο δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς και πιστεύουν ότι ήταν αμυντικό έργο των Μαλιέων απέναντι στους Αινιάνες. Εκ πρώτης όψεως και σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, όποιος ανέβει στο Παλιόκαστρο θα καταλάβει ότι η υψομετρική του θέση και ο τρόπος κατασκευής του, το καθιστούν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί ως χώρος στρατιωτικών επιχειρήσεων, από μια πόλη – κράτος, διότι οι αμυντικές δυνατότητές του σύμφωνα με την σημερινή αντίληψη είναι ελάχιστες. Σήμερα περισσότερο μοιάζει σαν περίβολος για κάτι, τόπος λατρείας (?) ή στρατιωτικό παρατηρητήριο εν καιρώ ειρήνης, από μια δύναμη που ήθελε να παρατηρεί την κοιλάδα και να ελέγχει τα περάσματα βόρεια της Σίδης, παρά ως στρατιωτικό οχυρό. Όποιος κατείχε με οποιονδήποτε τρόπο το Παλιόκαστρο μπορούσε πολύ εύκολα να παρατηρήσει και να ελέγχει οποιαδήποτε κίνηση- δραστηριότητα στην νότια είσοδο – έξοδο του Δερβέν Φούρκα, στον Μαλιακό κόλπο, στην Τραχίνα, στις Θερμοπύλες, στην Οίτη, στην Υπάτη και τα βόρεια-βορειοδυτικά περάσματά της, και γενικά ελέγχει οποιαδήποτε κίνηση σε όλη την κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού. Ο Τριαντάφυλλος Παπαναγιώτου μας ενημερώνει ότι για την προστασία της Λαμίας από τον βορά υπήρχε και άλλο κάστρο στην βορειοανατολική πλευρά της Λαμίας, στην κοιλάδα το Αχελώου (Ξεριάς Λαμίας).

Μέχρι πριν από πενήντα χρόνια βόρεια της Σίδης υπήρχε δρόμος που περνούσε βόρεια του κάστρου. Ο Fr. Staehlin μας ενημερώνει ότι ο αναφερόμενος δρόμος ξεκινούσε από την κύρια οδό Λαμίας –Δομοκού, στο ύψος της Ταράτσας, περνούσε πάνω από την Νταϊτσά-Αγριελιά, βόρεια του Παλιόκαστρου και στο ύψος της Λυγαριάς ενωνόταν με τον δρόμο που έρχονταν από το πέρασμα Δερβέν Φούρκα. Τα υπολείμματα του παραπάνω δρόμου υπήρχαν σε μικρή απόσταση νότια-νοτιοδυτικά του Παλιόκαστρου τουλάχιστον μέχρι το 2011. Ο αναφερόμενος δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς, σε κάποιο σημείο ήταν στρωμένος με πέτρες, σε τέτοιο πλάτος, που θα μπορούσε να περάσει και τροχήλατη άμαξα. Εκτιμούμε ότι η κατασκευή του συγκεκριμένου δρόμου εξυπηρετούσε βασικά τις στρατιωτικές ανάγκες αυτών που κατείχαν το Παλιόκαστρο, την οδική επικοινωνία των κατοίκων της κοιλάδας του Σπερχειού, των ταξιδιωτών, των εμπόρων που ανεβοκατέβαιναν τα περάσματα και αυτών που ήθελαν να παρακάμψουν την Λαμία για να κατευθυνθούν ανατολικά, βόρεια ή δυτικά πίσω ή μέσα από την Σίδη.
Για τις ανάγκες πρόσβασης στο Παλιόκαστρο υπάρχει και δεύτερος αρχαίος δρόμος, μονοπάτι πια σήμερα, πολύ πιο στενός από τον δρόμο που αναφέραμε παραπάνω. Ο δρόμος-μονοπάτι ξεκινάει από την δυτική πλευρά της Ντρατσιέρας και καταλήγει στην νοτιοανατολική πλευρά του Παλιόκαστρου στο σημείο που ο Fr. Staehlin τοποθετεί την είσοδο του κάστρου.
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι το τελευταίο αμυντικό έργο των Λαμιέων από δυτικά απέναντι στους Υπατιαίους ήταν το Καστράκι. Από εκεί και βόρεια εντός της κοιλάδας δεν έχει βρεθεί άλλο οχυρωματικό έργο διότι η βαλτώδης και απροσπέλαστη Σίδη, όπως αναφέραμε παραπάνω, παρείχε αμυντική κάλυψη στην πόλη της Λαμίας . Η απροσπέλαστη περιοχή καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και έδινε στην πεδινή βορειοδυτική πλευρά της Λαμίας ένα φυσικό και αδιαπέραστο οχυρό απέναντι στους αντιπάλους της. Μπορεί η Σίδη στον κάμπο να παρείχε ασφάλεια στην Λαμία, όμως ο δρόμος και τα περάσματα που υπήρχαν βόρεια της Σίδης έδιναν ένα σοβαρό στρατιωτικό πλεονέκτημα στους αντίπαλους της, αν ήταν αφύλαχτα. Έτσι πιθανών το κάστρο στις παρυφές της Όθρυς να χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό παρατηρητήριο για τις αμυντικές ανάγκες της Λαμίας, με στόχο την έγκυρη προειδοποίηση εισβολέων από τον βορά ή από την κοιλάδα του Σπερχειού. Ίσως όμως ο αναφερόμενος από τον Fr. Staehlin δρόμος να είναι και η λύση του μυστήριου στα στρατιωτικά πλεονεκτήματα της κατασκευής του Παλιόκαστρου. Ο δρόμος δίνει την δυνατότητα στον κάτοχο του Παλιόκαστρου να έχει μια δύναμη ταχείας επέμβασης εκείνης της εποχής, πάνω στο Παλιόκαστρο. Αν μάλιστα το Κάστρο της Αγίας Άννας δεν άνηκε στους Λαμιείς αλλά σε κάποια εχθρική δύναμη τότε το Παλιόκαστρο εκτελούσε ρόλο στρατιωτικής αντιστάθμισης. Επομένως οι στρατιωτικές δυνατότητες του Παλιόκαστρου ίσως να έχουν άμεση σχέση και με τον αναφερόμενο δρόμο.

Αν παρατηρήσουμε τις στρατιωτικές –στρατηγικές δυνατότητες του Παλιόκαστρου σε συνδυασμό με το κάστρο που υπήρχε στον Ξεριά και το Καστράκι βλέπουμε ότι δημιουργούν ένα αμυντικό τόξο για την προστασία της Λαμίας από βορειοδυτικά. Με την σημερινή γεωγραφική κατάσταση είναι δύσκολο να αντιληφτούμε την γεωστρατηγική αντίληψη εκείνης της εποχής, επειδή έχει εξαφανιστεί ο παραπάνω αναγραφόμενος δρόμος και πολλά άλλα ιστορικά-γεωγραφικά στοιχεία εκείνης της εποχής τα οποία θα βοηθούσαν την έρευνα μας.   Όμως παρ’ όλα τα παραπάνω αναφερόμενα στρατιωτικά πλεονεκτήματα που παρουσιάζει το Παλιόκαστρο, με τα μέχρι τώρα στοιχεία, τίποτα δεν δικαιολογεί την συγκεκριμένη υψομετρική του θέση. Όλα τα παραπάνω στρατιωτικά πλεονεκτήματα θα μπορούσε το ίδιο εύκολα να τα παρέχει το κάστρο αν ήταν κτισμένο πάνω από την Ντρατσιέρα, στον πρώτο λόφο της ίδιας λοφοσειράς ή να είναι σε κάποιον λόφο που θα ήταν πιο κοντά στο δρόμο που ενώνει το πέρασμα Δερβέν Φούρκα με την κοιλάδα του Σπερχειού. Όμως το κάστρο είναι κτισμένο, κάπου στην μέση του πουθενά, ψηλά στον τρίτο λόφο μιας λοφοσειράς χωρίς καμία ιδιαίτερη στρατιωτική η γεωγραφική σημασία.  Επομένως οδηγούμαστε στην λογική, ότι οι κατασκευαστές του κάστρου, το έκτισαν τόσο ψηλά στον συγκεκριμένο λόφο, μόνο και μόνο για να είναι ορατό από κάπου. Εκτιμούμε επίσης ότι το Παλιόκαστρο ως κατασκευή προϋπήρχε της Λαμίας και στην αναφερόμενη ιστορική περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως έσχατο στρατιωτικό παρατηρητήριο από τους Λαμιείς με σκοπό τον έλεγχο του παραπάνω αναφερόμενου δρόμου, αλλά κυρίως χρησιμοποιήθηκε για την παρατήρηση της κοιλάδας του Σπερχειού, στην οποία, απ’ ότι φαίνεται, δεν είχαν τον απόλυτο έλεγχο.
Σύμφωνα με τον Fr. Staehlin το Παλιόκαστρο ίσως να ήταν και τόπος λατρείας. Οι Μαλιείς λάτρευαν τον Πετραίο Ποσειδώνα, πατέρα της Λαμίας, βασίλισσας της Τραχίνας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ίδρυσε την πόλη της Λαμίας. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω το τέμενος του Ποσειδώνος, που συναντάμε στην επιγραφή, θα πρέπει να κτίστηκε από τους Λαμιείς και λογικά θα πρέπει να ήταν κτισμένο μέσα στην χώρα των Λαμιέων κοντά στα βόρεια-βορειοδυτικά όρια της, με την Υπάτη, όπως αναφέρεται στο διάταγμα. Ο Ρωμαίος ανθύπατος στην αρχή του διατάγματος γράφει . «Αρχή των ορίων να είναι από αυτόν τον τόπο για τον οποίον έμαθα ότι υπήρξε σίδη, η οποία είναι πιο κάτω από τον περίβολο που έχει καθιερωθεί για τον Ποσειδώνα». Αν πάρουμε ξανά σαν δεδομένο ότι το τελευταίο οχυρωματικό έργο των Λαμιέων προς δυσμάς ήταν το Καστράκι, τότε το τέμενος του Ποσειδώνος ίσως να ήταν βόρεια από το Καστράκι και πίσω από την Σίδη. Αν πάρουμε επίσης σαν δεδομένο ότι το δύσβατο της περιοχής δεν θα επέτρεπε την ανέγερση λατρευτικού χώρου -τεμένους γύρω από την ελώδη Σίδη, τότε εκ των πραγμάτων οδηγούμαστε στο Παλιόκαστρο. Ίσως το Παλιόκαστρο λοιπόν να μην ξεκίνησε ως οχυρό, ούτε παρατηρητήριο αλλά ως τόπος λατρείας. Την επιβεβαίωση ότι στο Παλιόκαστρο υπήρχε ναός μάς την δίνει ο Fr. Staehlin που αναφέρεται σε αυτό με τα παρακάτω: «Στα νοτιοανατολικά ανοίγει μια πύλη προς τη χαράδρα, η οποία οδηγεί στην πεδιάδα. Στο νότιο άκρο απολαμβάνει κανείς μία καταπληκτική θέα προς την κοιλάδα του Σπερχειού και την απέναντι ευρισκόμενη Οίτη. Εδώ βρίσκονται οι θεμέλιοι τοίχοι ενός κτιρίου 1,90 μ. σε τετράγωνο σχήμα, προφανώς ενός αρχαίου ιερού». Με την παραπάνω άποψη θα ασχοληθούμε παρακάτω στο κεφάλαιο Τέμενος του Ποσειδώνος.

Για να βρούμε απάντηση στο γιατί κτίστηκε τόσο ψηλά το Παλιόκαστρο, από ποιους και ποιον πραγματικά σκοπό εξυπηρετούσε, πρέπει να πάμε πολύ μακριά στην εποχή που μεσουρανούσε η Τραχίνα, η πρωτεύουσα της Μαλίδας. Η Τραχίς ήταν η αρχαιότατη πόλη της Φθιώτιδας, πρωτεύουσα της Μαλίδας πριν από την Λαμία. Ό Θουκυδίδης αναφέρει ότι το 427 π.χ. οι Οιταίοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν την Τραχίνα. Έτσι η αρχαία και ιστορική πρωτεύουσα της Φθίας πέρασε για πάντα στους Οιταίους. Τότε οι κάτοικοι της ζήτησαν βοήθεια της Σπάρτης. Μαζί με τους Τραχίνιους, πρέσβεις στην Σπάρτη έστειλαν και οι Δωριείς της Δωρίδας, επειδή και αυτοί δέχονταν πιέσεις από τους Οιταίους. Οι Σπαρτιάτες γνωρίζοντας την στρατηγική θέση της Τραχίνας και θέλοντας να προστατέψουν την Δωρική Τετράπολη από τους Θεσσαλούς και άλλους εισβολείς και αφού είχαν την έγκριση του μαντείου των Δελφών, έκτισαν μια νέα πόλη ανατολικά της αρχαίας Τραχίνας, στην όχθη του Ασωπού ποταμού και την ονόμασαν Ηράκλεια προς τιμήν του Ηρακλή. Στην νέα πόλη ήρθαν να κατοικήσουν πολλοί Πελοποννήσιοι και αρκετοί από άλλες περιοχές της Ελλάδος, κυρίως της Βοιωτίας. Στις επόμενες δεκαετίες οι Μαλιείς ήταν κάτω από την ηγεμονία των Σπαρτιατών μέχρι τον Κορινθιακό πόλεμο που συμμάχησαν με την Κόρινθο και στράφηκαν εναντίον της Σπάρτης. Τα επόμενα χρόνια μαζί με τους Οιταίους και τους Αινιάνες έγιναν μέλη της κορινθιακής συμπολιτείας και αργότερα της Αιτωλικής . Το 189 π.χ. εντάχθηκαν στην Αχαϊκή Φθιώτιδα της Θεσσαλίας και τα επόμενα χρόνια θεωρούνταν Θεσσαλοί.
Έτσι οι Μαλιείς πιθανόν το 426 π.χ. έκτισαν την Λαμία που ουσιαστικά το όνομα της προέρχεται από τον αναγραμματισμό της λέξις Μαλία- Λαμία. Το Παλιόκαστρο προϋπήρχε της Λαμίας και θα πρέπει να χτίσθηκε την μυκηναϊκή εποχή, τότε που όλες οι πόλεις και τα κάστρα κτίζονταν ψηλά στα βουνά και είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους. Αν παρατηρήσουμε τον χάρτη με τα όρια της αρχαίας Τραχίνας θα δούμε ότι είναι ίδια με τα όρια που αμφισβητήθηκαν από τις δυο πόλεις την εποχή του Ανδριανού. Τέμενος του Ποσειδώνος, σίδη, Δέρκινα, Οιχαλία, Πρόαρνα.
Εκτιμούμε λοιπόν ότι το Παλιόκαστρο δεν ήταν μόνο το έσχατο παρατηρητήριο της Τραχίνας προς βορειοδυτικά. Από τα υπολείμματα φαίνετε ότι εκείνη την εποχή το Παλιόκαστρο ηταν ένα κανονικό για την εποχή του κάστρο, με πολύ καλές αμυντικές δυνατότητες και φιλοξενούσε μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη αντιμετώπισης εκτάκτων στρατιωτικών καταστάσεων. Η Τραχίνα ηταν αρκετά μακριά για να μπορέσει να αντιμετωπίζει έγκυρα οποιαδήποτε απειλή στην άλλη άκρη της κυριαρχίας της, γιαυτο έπρεπε να υπάρχει ένας στρατιωτικός χώρος στην βόρεια εσχατιά της για να μπορεί να φιλοξενεί μια, αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. Αυτή η άποψη δικαιολογεί και την μεγάλη έκταση του κάστρου. Οι στρατιωτικές απαιτήσεις του Παλιόκαστρου θα πρέπει να ήταν τέτοιες που θα έπρεπε να φιλοξενεί τους στρατιώτες, τα άλογα τους και όποιες άλλες υποδομές και ανάγκες είχε όλη αυτή η στρατιωτική δύναμη. Οι πέτρες από το Παλιόκαστρο μ ε τα χρόνια πιθανών να εχουν μεταφερθεί- χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση πολλών σπιτιών της περιοχής. Υπάρχουν πληροφορίες ότι το μοναστήρι της Αγίας Άννας κτίστηκε από πέτρες του Παλιόκαστρου. Στο Παλιόκαστρο πιθανών θα στεγάζονταν η διοίκηση της βόρειας επικρατείας της χώρας της Τραχίνας. Από εκεί λογικά θα έπαιρναν εντολές το κάστρο της Αγίας Άννας, το κάστρο του Ξεριά και το Καστράκι που αναφέραμε παραπάνω. Από εκεί οι Μαλιείς έλεγχαν την κάθοδο των Θεσσαλών ή τις κινήσεις των γειτόνων τους ειδικά των Αινιάνων σε όλον τον κάμπο του Σπερχειού, κάτι που δεν μπορούσαν να το κάνουν από την Τραχίνα, λόγω του βόρειου όγκου της Οίτης, προς τα δυτικά της πόλης τους. Επίσης από εκεί έλεγχαν όλα τα περάσματα βόρεια της σίδης αλλα και τους περαστικούς που διάβαιναν τον δρόμο που περνούσε από μπροστά τους. Αν το κάστρο είχε κτιστεί πιο χαμηλά ίσως να είχε περισσότερες αμυντικές δυνατότητες αλλά δεν θα είχε οπτική επαφή με την Τραχίνα, διότι θα ήταν κρυμμένο πίσω από τον λόφο του προφήτη Ηλία. Επομένως το Παλιόκαστρο ήταν κτισμένο στο κατάλληλο ύψος που συνδύαζε, τον από βορρά έλεγχο της κοιλάδας του Σπερχειού, του δρόμου που περνούσε μπροστά του, τα περάσματα που υπήρχαν γύρω του, αλλά κυρίως είχε την οπτική επαφή με την Τραχίνα.

Υπάρχει ακόμη μια πιθανότητα που να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Παλιόκαστρο να ανήκε στο πανελλήνιο δίκτυο φρυκτωριών, που είχαν δημιουργήσει οι Μυκηναίοι όταν ξεκίνησαν να πολιορκήσουν την Τροία. Επομένως αν είναι έτσι τότε το μήνυμα ότι έπεσε η Τροία θα πέρασε και από το Παλιόκαστρο.

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω υποθέτουμε ότι ανάμεσα στην Τραχίνα, τον Άγιο Λουκά και στο Παλιόκαστρο -ίσως και βορειοτέρα- υπήρχε κάποιος οπτικός στρατιωτικός κώδικας επικοινωνίας, πιθανόν με την μέθοδο των φρυκτωριών ή του τηλεβόα . Πιστεύουμε λοιπόν ότι το Παλιόκαστρο ήταν ο έσχατος στρατιωτικός χώρος που φιλοξενούσε μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη της Τραχίνας προς βορειοδυτικά για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, ή το Παλιόκαστρο ανήκε στο Πανελλήνιο δίκτυο φρυκτωριών των Μυκηναίων, η και τα δύο. .
Όποιος και αν ηταν ο ρόλος του Παλιόκαστρου μετά την κατάληψη της Λαμίας από τους Ρωμαίους έχασε οποιαδήποτε στρατηγική αξία και να είχε και εγκαταλείφτηκε.

Πυργάκι
Ακριβώς απέναντι και δυτικά του Παλιόκαστρου υπήρχε ένα πολύ μικρότερο κυκλικό Καστράκι σε ελάχιστη απόσταση στην βορειοανατολική πλευρά του χωριού Λυγαριά Φθιώτιδος. Οι κάτοικοι του χωριού το αποκαλούσαν Πυργάκι και σαν έργο κατασκευής ήταν πολύ νεώτερο από το Παλιόκαστρο.   Σήμερα από το Πυργάκι δεν έχει απομείνει τίποτα εκτός από τα σημάδια των θεμελίων του στην κορυφή του λόφου βορειοανατολικά του χωριού. Όλα τα υλικά σύμφωνα με πληροφορίες έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση κάποιων κατοικιών στο χωριό. Η μικρή κατασκευή του μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γα τον μόνο λόγο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το Πυργάκι είναι ότι θα άνηκε στο πανελλήνιο δίκτυο φρυκτωριών . Δηλαδή όπως αναφέραμε παραπάνω για το Παλιόκαστρο, το Πυργάκι ηταν μέρος του συστήματος μετάδοσης στρατιωτικών ,διοικητικών και εμπορικών ειδήσεων. Ίσως να μην είχε δικό του πλήρωμα αλλα να το επάνδρωναν οι άντρες από το Παλιόκαστρο όταν ηταν ανάγκη. Αν είναι έτσι τότε πολύ κοντά σε αυτό ,στον Προφήτη Ηλία και στις κορυφογραμμές της Όθρυς θα πρέπει να υπήρχαν και άλλα αντίστοιχα Πυργάκια. Γνωρίζουμε πως όταν έπεσε η Τροία μέσα σε λίγες ώρες οι Μυκήνες γνώριζαν τον θρίαμβο της πτώσης της Τροίας μέσω του δικτύου των Φρυκτωριών. Σύμφωνα με τα παραπάνω η αναγγελία της είδησης πριν φτάσει στις Μυκήνες σίγουρα θα πέρασε η από το Πυργάκι η από το Παλιόκαστρο.

 

Κάστρο της Αγίας Άννας (Τοπωνύμιο Πέτρες)
Βόρεια -βορειοανατολικά του σημερινού μοναστηριού της Αγίας Άννας όπως αναφέραμε παραπάνω υπάρχει ο δρόμος που ενώνει το Δερβέν Φούρκα με την κοιλάδα του Σπερχειού. Ο δρόμος ξεκινά από το Δερβέν Φούρκα, περνάει μπροστά από το δημόσιο Κυνοκομείο Λαμίας και σε εκατό μέτρα μετά από αυτό, στην δυτική πλευρά και στην άκρη ενός γκρεμού, συναντάμε τα υπολείμματα μικρού, αρχαίου κατεστραμμένου κάστρου από επεξεργασμένη πέτρα, πολύ νεότερου από αυτό του Παλιόκαστρου. Το κάστρο της Αγίας Άννας είχε σαν σκοπό να ελέγχει το πέρασμα που ένωνε το πέρασμα Δερβέν Φούρκα με την κοιλάδα του Σπερχειού. Η ύπαρξη του κάστρου στην άκρη του γκρεμού μας δίνει να καταλάβουμε ότι το πέρασμα ήταν υψηλής στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας. Το ίδιο το κάστρο επίσης μας δίνει την δυνατότητα να υποθέσουμε ότι υπήρχε στρατιωτική φρουρά. Ανατολικά του κάστρου υπάρχουν υπολείμματα οικισμού. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο δρόμος που περνούσε μπροστά από το κάστρο ένωνε το Δερβέν Φούρκα με το πέρασμα που διέσχιζε την βαλτώδη περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού.

 

Η πηγή Δέρκυνα

Σύμφωνα με το διάταγμα ο Ρωμαίος Ανθύπατος για πολλές ημέρες εργάστηκε για το θέμα της οριοθέτησης, συζήτησε με τους συνηγόρους των πόλεων και στο τέλος κατέληξε σε ένα συγκεκριμένο διάταγμα. Στο διάταγμα και πάνω στην οριοθετική γραμμή αναφέρετε το τέμενος του Ποσειδώνος που σύμφωνα με την εκτίμηση μας ήταν κτισμένο στην γεωγραφική περιοχή Λυγαριάς Φθιώτιδος και επίσης ότι κατά μήκος της οροθετικής γραμμής υπήρχε η πηγή Δέρκυνα, η οποία επίσης σύμφωνα με την εκτίμηση μας ηταν στην γεωγραφική περιοχή του χωριού Μεξιάτιες Φθιώτιδος.

Ψάχνοντας για την ετοιμολογία του ονόματος Δέρκυνα έχουμε τις παρακάτω ρίζες.
1) Δέρκομαι:1 βλέπω, βλέπω καθαρά . 2 προσβλέπω, διακρίνω. 3 (για φως) αστράφτω, λάμπω. 4 Είμαι οξυδερκής, έξυπνος, παρατηρητικός. 5 (μετοχή ενεργ. Παρακειμένου σαν ουσιαστικό) δεδορκώς α)αυτός που έχει την όραση του. β)ζωντανός έρκος: το 1φραγμός, 2 περίβολος, φράκτης, 3) αυλή σπιτιού. 4)προμαχώνας 5)κάθε φραγμός ή μέσο άμυνας, υπεράσπισης. 6)υπερασπιστής πρόμαχος 7)δίχτυ, βρόγχος για σύλληψη πουλιών η ζώων.

2) Η δεύτερη πιθανή εκτίμηση είναι ότι το όνομα Δέρκυνα έχει σαν αρχική προέλευση το Έρκυνα. Κατά την τοπική διάλεκτο ή κατά την μετάφραση από τα αρχαία Ελληνικά στα Λατινικά στην αρχή του ονόματος μπήκε το «D” και από Έρκυνα έγινε Δέρκυνα.
Σύμφωνα με τον Παυσανία το Έρκυνα σημαίνει «περιφράσσω, περιβάλλω, περικλείω, διαχωρίζω». Στην έρευνα μας ο όρος Έρκυνα διατηρεί την έννοια του διαχωρισμού των ορίων. Συνεχίζοντας ο Παυσανίας διευκρινίζει. Ο ποταμός Έρκυνα χωρίζει (διείργει) το ιερό άλσος του Τροφωνίου από την πόλη της Λειβαδιάς. Όποιος ήθελε να εισέλθει στον ιερό χώρο, έπρεπε να ακολουθήσει μια διαδικασία καθάρσεως που περιελάμβανε «καθαρτήριο» λουτρό στον ποταμό Έρκυνα. Δηλαδή ο ποταμός Έρκυνα της Βοιωτίας έπαιζε ρόλο συμβολικού χωρίσματος – διαφράγματος ή τοιχίου χώριζε τον ιερό χώρο από τα εγκόσμια.

Εδώ βλέπουμε ότι η Έρκυνα της Βοιωτίας ίσως να έχει κάποια σχέση με την Έρκυνα- Δέρκυνα της Φθιώτιδος. Πιθανών η πηγή Έρκυνα-Δέρκυνα της Φθιώτιδος να ηταν αφιερωμένη και αυτή στην Μούσα Έρκυνα και οι κάτοικοι της περιοχής να ακολουθούσαν την   η ίδια ιεροτελεστία σε ότι είχε να κάνει με κάθαρση της ψυχής .
Εδώ σύμφωνα με την έρευνα μας, η πηγή Δέρκυνα της Φθιώτιδος και σύμφωνα με την οριοθετική γραμμή διαχώρισε τα γεωγραφικά όρια ανάμεσα από τους Λαμιέους και Υπαταίους. Επομένως ο Ρωμαίος ανθύπατος ηταν ενήμερος της θρησκευτικής παράδοση της περιοχής και ήξερε πολύ καλά την ετυμολογία της λέξης ΄Ερκυνα και Δέρκυνα (διαχωρίζω) γιαυτο οδήγησε την οριοθετική γραμμή στην πηγή Έρκυνα ή Δέρκυνα.

Παρόλα τα παραπάνω, ένα νέο στοιχείο έρχεται να μπερδέψει ακόμη περισσότερο την έρευνα μας, λόγο της ύπαρξης του τεμένους του Ποσειδώνος και της πηγής Δέρκυνας πάνω στην ίδια οροθετική γραμμή. Αυτό το στοιχείο είναι ο γιός του Ποσειδώνος Δέρκυνος τον οποίον σκότωσε ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής έδρασε στην περιοχή Τραχίνας, Οιχαλίας, Οίτης, Σπερχειού ποταμού κλπ.   Δεν γνωρίζω η δεν μπορώ να φανταστώ τι σχέση θα μπορούσε να έχει ο Ηρακλής, το τέμενος του Ποσειδώνος με τον γιο του Ποσειδώνος Δέρκυνο και την πηγή Δέρκυνα.

Ίσως την μόνη απάντηση που θα μπορούσαμε να δεχτούμε είναι η ερμηνεία του Διόδωρου του Σικελιώτη (4.317) ο οποίος δηλώνει οι περισσότεροι άθλοι του ημίθεου Ηρακλή διαδραμάτισαν γύρω από την κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού. Αν είναι έτσι τότε ο Ηρακλής θα σκότωσε τον γιό του Ποσειδώνα Δέρκυνο όχι στην Ιταλία αλλά στην Οίτη , κοντά στην πηγή Δέρκυνα και από αυτόν πήρε το όνομα της η πυγή Δέρκυνα.
Ο Ιωαν. Βορτσέλας τοποθετεί την Δέρκυνα στο σημερινό Κεφαλόβρυσο στο χωριό Μεξιάτες. Θα συμφωνήσουμε μαζί του αν τα όρια που έθεσε ο Ρωμαίος Ανθύπατος ακολουθούσαν τον χείμαρρο της Πλατάνας στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λυγαριάς.
Ο δάσκαλος- ερευνητής Αθανάσιος Σιούτας τοποθετεί την αρχαία πυγή Δέρκυνα στον άμπλα Τζάνη (Άγιος Ιωάννης) η οποία βρίσκετε πάνω στην οριοθετική γραμμή των γεωγραφικών διαμερισμάτων Μεξιατών και Κομποτάδων Φθιώτιδος. Θα συμφωνήσω μαζί του αν τα όρια που έθεσε ο Ρωμαίος ανθύπατος ηταν στον χείμαρρο Βαθύρεμα στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λυγαριάς.

Τέμενος του Ποσειδώνος
Οι αρχαίοι κάτοικοι της κοιλάδας του Σπερχειού λάτρευαν το ελληνικό πάνθεον, όπως όλοι οι Έλληνες, αλλά πάνω απ’ όλους τους θεούς λάτρευαν τον Πετραίο Ποσειδώνα, θεό όλων των ποταμών, των θαλασσών, πατέρα των περίφημων θεσσαλικών ίππων, πατέρα της Λαμίας βασίλισσας της Τραχίνας, η οποία σύμφωνα με την παράδοση ίδρυσε την πόλη της Λαμίας. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω το τέμενος του Ποσειδώνος που αναφέρετε στην επιγραφή θα πρέπει να κτίστηκε από τους Λαμιείς και λογικά θα πρέπει να ήταν κτισμένο μέσα στην χώρα των Λαμιέων, κοντά στα βόρεια βορειοδυτικά όρια της με την Υπάτη, όπως αναφέρεται στο διάταγμα. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε το διάταγμα και να καταλάβουμε ποια ήταν η θέση του τεμένους του Ποσειδώνος θα πρέπει να βρούμε που ήταν η αρχή των ορίων.
Εκδοχή πρώτη.
Αν πάρουμε ως πρώτο δεδομένο την εκτίμηση του Fr. Staehlin που αναφέρεται στο Παλιόκαστρο με τον εξής χαρακτηρισμό «Στα νοτιοανατολικά ανοίγει μια πύλη προς τη χαράδρα, η οποία οδηγεί στην πεδιάδα. Στο νότιο άκρο απολαμβάνει κανείς μία καταπληκτική θέα προς την κοιλάδα του Σπερχειού και την απέναντι ευρισκόμενη Οίτη. Εδώ βρίσκονται οι θεμέλιοι τοίχοι ενός κτιρίου 1,90 μ. σε τετράγωνο σχήμα, προφανώς ενός αρχαίου ιερού».
Σαν δεύτερο δεδομένο την αναφορά του διατάγματος . «Αρχή των ορίων να είναι από αυτόν τον τόπο για τον οποίον έμαθα ότι υπήρξε σίδη, η οποία είναι πιο κάτω από τον περίβολο που έχει καθιερωθεί για τον Ποσειδώνα». Σύμφωνα με την περιγραφή του διατάγματος καταλαβαίνουμε ότι το τέμενος του Ποσειδώνος είναι πιο βόρεια από την οροθετική γραμμή και όχι πάνω σε αυτήν.
Σαν τρίτο δεδομένο την άποψη των περισσότερων ιστορικών ότι η οροθετική γραμμή ηταν Καστράκι –Δέρκυνα, τότε ο αρχαίος ναός που αναφέρει ο Fr. Staehlin στο Παλιόκαστρο, ηταν ο ναός του Ποσειδώνος.
Εκτιμούμε ότι η οροθετική γραμμή που καθόρισε ο Ρωμαίος Ανθύπατος δεν ήταν στην γραμμή Καστράκι, Δέρκυνα για τους παρακάτω λόγους:

  • Έχοντας επισκεφτεί πολλές φορές το Παλιόκαστρο και έχοντας δει με τα μάτια μου το σημείο το οποίο ο Fr. Staehlin αναφέρει ως αρχαίο ιερό, διατηρώ πολλές επιφυλάξεις. Το τετράγωνο θεμέλιο 1.90 χ1.90 που υπάρχει στην νοτιοανατολική πλευρά του ναού εκτιμούμε ότι ήταν η βάση των φρυκτωριών ή του τηλεβόα και όχι αρχαίο ιερό.
  • Επίσης το δύσβατο και το απροσπέλαστο της περιοχής, αλλά και η γενικότερη γεωγραφική κατανομή, καθιστά αδύνατη την χάραξη ευθείας γραμμής από το Καστράκι έως την Δέρκυνα, εκτός αν στην αναφερόμενη εποχή υπήρχε άλλη πηγή ανατολικότερα.
  • Ένας ακόμη σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας για την παρούσα άποψη είναι ότι αν, η οριοθετική γραμμή ηταν Καστράκι – Δέρκυνα τότε όλος ο κάμπος του Σπερχειού ποταμού θα δινόταν στους Αινιάνες και Λαμιείς θα είχαν τούς αντιπάλους τους έξω από την πόρτα τους. Είναι μια άποψη που δεν θα την δέχονταν οι συνήγοροι της πόλης της Λαμίας .

2)Η δεύτερη εκδοχή είναι η παρακάτω: Ενδέχεται το τέμενος του Ποσειδώνος να ήταν στην αριστερή ή στην δεξιά πλευρά της κοίτης του χειμάρρου Ξεριάς, του χωριού Λυγαριά Λαμίας , από της Μάνας το νερό, μέχρι την σημερινή σιδηροδρομική γραμμή. Η οροθετική γραμμή να ξεκινούσε από το τέλος της Σίδης, στο ύψος της σημερινής σιδηροδρομικής γραμμής και σε ευθεία γραμμή να περνούσε μέσα ή κοντά από το σημερινό χωριό Αμούρι, διέσχιζε κάθετα στον Σπερχειό ποταμό και κατέληγε στην Δέρκυνα. Ίσως ο οριοθέτης να εκμεταλλεύτηκε την μορφολογία του εδάφους και χρησιμοποίησε το πέρασμα- δρόμο που χωρίζει την κοιλάδα του Σπερχειού στα δυο και σαν οροθετική γραμμή διαμοίραζε   την κοιλάδα στα δυο .
Και σε αυτή την εκδοχή διατηρούμε πολλές επιφυλάξεις. Ο Ρωμαίος Ανθύπατος εκμεταλλεύτηκε το γεωγραφικό παράγοντα (χείμαρρους, δρόμους, περάσματα, λόφους , πηγές, κλπ), γράφει δε ότι η οροθετική γραμμή ξεκινούσε από το τέλος της Σίδης και από εκεί σε ευθεία γραμμή περνούσε τον Σπερχειό ποταμό και κατέληγε στην Δέρκυνα. Ο βασικός λόγος που απορρίπτουμε και αυτή την εκδοχή είναι ότι ο δρόμος-πέρασμα Λυγαριά- Αμούρι δεν είναι φτιαγμένος σε ευθεία γραμμή αλλά σε πολλές τεθλασμένες. Με άλλα λόγια η τεθλασμένη γραμμή του δρόμου δεν βοηθούσε στα σχέδια της οριοθέτησης ανάμεσα στις δυο πόλεις.

3) Η Τρίτη και πιο πιθανή εκδοχή είναι η παρακάτω. Παντα και σύμφωνα με την σημερινή μορφολογία του εδάφους της κοιλάδας του Σπερχειού, η οριοθετική γραμμή ξεκινούσε από τον χείμαρρο της Πλατάνας. Αν σταματήσουμε ακριβώς στην μέση της σιδηροδρομικής γέφυρας, στον σταθμό της Πλατάνας και με το μυαλό μας τραβήξουμε μια νοητή ευθεία γραμμή, θα διαπιστώσουμε ότι η νοητή γραμμή σε όλη την διάρκεια της διαδρομής της , είναι μέσα στα όρια του χειμάρρου. Περνάει τον Σπερχειό ποταμό και καταλήγει στο χωριό Μεξιάτες Φθιώτιδος, εκεί που σήμερα υπάρχει το Κεφαλόβρυσο. Σύμφωνα με την σημερινή χλωρίδα του χειμάρρου, η Σίδη τελειώνει στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό της Λυγαριάς. Επομένως το τέμενος του Ποσειδώνος ήταν κάπου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Ρωμαίος Ανθύπατος γράφει: «τον περίβολο που έχει καθιερωθεί για τον Ποσειδώνα» . Γράφει ακριβώς ότι έχει καθιερωθεί και όχι ότι έχει κατασκευαστεί ή δημιουργηθεί. Αυτό σημαίνει ότι είναι κάποιο φυσικό τοπίο το οποίο έχει καθιερωθεί ως τόπος λατρείας. Με την σημερινή μορφολογία της Πλατάνας οι φυσικές περιοχές που μπορούν να ανταποκριθούν στον όρο «περίβολος» είναι οι παρακάτω . Η πρώτη είναι στην αριστερή πλευρά της Πλατάνας βόρεια του Σιδηροδρομικού σταθμού. Η έκταση που περικλείεται από τεράστιες λεύκες ιδιοκτησίας της οικογένειας Αθ. Ζέρβα, η δεύτερη είναι ακριβώς απέναντι από αυτήν, στην θέση Παλιομάναστρο ή Παλιομανάστρι . Στην συγκεκριμένη περιοχή μάλιστα μέχρι πριν από μερικά χρόνια υπήρχαν και υπολείμματα κατεστραμμένου μικρού μοναστηριού. Ίσως τα γκρεμίσματα να μην ήταν μοναστήρι αλλά ότι είχε απομείνει από τον αρχαίο ναό του Ποσειδώνος. Η τρίτη εκδοχή είναι ότι το Τέμενος του Ποσειδώνος να υπήρχε στην θέση Άγιος Γεώργιος. Η συγκεκριμένη θέση είναι ακριβώς δίπλα από την νέοανασκαφείσα αρχαιοελληνική πόλη στην θέση Παλιοχώρια- Τριπιολιθάρι.
Επομένως το τέμενος του Ποσειδώνος σύμφωνα με τα παραπάνω ήταν ή στον χείμαρρο της Πλατάνας ή κάπου πολύ κοντά σε αυτόν και η οριοθετική γραμμή ξεκινούσε πιθανών από το ύψος του σημερινού σιδηροδρομικού σταθμού.

4)Υπάρχει όμως άλλη μια εκδοχή σχεδόν το ίδιο σημαντική με την προηγούμενη.
Η αρχή της οριοθετικής γραμμής ενδέχεται να ξεκινούσε από το Βαθύρεμα. Νότια της σιδηροδρομικής γραμμής και μέσα στην κοίτη του χειμάρρου υπάρχει ακόμη σήμερα μια θαμνώδης περιοχή που ονομάζεται Βαλόγουρνα. Όλη η γεωγραφική κατανομή του Βαθυρέματος ταιριάζει απόλυτα με την περιγραφή που δίνει ο Ρωμαίος Ανθύπατος στο διάταγμα περί ορίων. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η οριοθετική γραμμή ξεκινούσε από το τέλος της Βαλόγουρνας συνέχιζε σε ευθεία γραμμή μέσα από την κοίτη του χειμάρρου αλλά ανατολικά του Λιανοκλαδιού έστριβε ελάχιστα προς ανατολάς (σύμφωνα με την σημερινή κοίτη του χειμάρρου), περνούσε τον Σπερχειό ποταμό και εκεί πάλι έστριβε ανατολικά για να καταλήξει στην Δέρκυνα. Η τελευταία επιλογή θα μπορούσε να ήταν πολύ καλύτερη από την προηγούμενη για διαφόρους λόγους. Οι λόγοι που μας κάνουν να την αμφισβητούμε είναι οι παρακάτω.

Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο οι Λαμιείς είχαν χάσει από τους Οιταίους και τους Αινιάνες τα εδάφη νότια του Σπερχειού ποταμού. Παρόλα αυτά όμως ο Ρωμαίος ανθύπατος σχεδιάζοντας την οριοθετική γραμμή πέρασε τα όρια του Σπερχειού που ήταν τα φυσικά όρια ανάμεσα στους Λαμιείς και στους Υπαταίους και έστειλε την οροθετική γραμμή στην πηγή Δέρκυνα για να υπάρχει ένα σοβαρό φυσικό σημείο οριοθετικής αναφοράς.

Για τον ίδιο λόγο επέλεξε και τον χείμαρρο της Πλατάνας, για να μην υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης. Ο χείμαρρος της Πλατάνας είναι σχηματισμένος από την φύση σε τέλεια ευθεία γραμμή «και από εκεί κατεβαίνουν για να τηρείται ευθεία γραμμή μέχρι την πηγή Δέρκυνα, η οποία είναι πέρα από τον Σπερχειό ποταμό έτσι ώστε να οδηγεί από τα αμφίσπορα των Λαμιέων και Υπαταίων η ευθεία γραμμή στην πηγή Δέρκυνα που έχουμε αναφέρει».

Αντίθετα ο χείμαρρος του Βαθυρέματος βόρεια από το Λιανοκλάδι στρίβει ανατολικά και χάνεται σαν χείμαρρος . Μετά τον Σπερχειό, για να βγει η οροθετική γραμμή στην Δέρκυνα, έπρεπε να στρίψει πάλι ανατολικά και όχι σε ευθεία γραμμή που αναφέρετε στο διάταγμα. Αν το Τέμενος του Ποσειδώνος ηταν στο Βαθύρεμα τότε σίγουρα θα ηταν στην θέση που είναι σήμερα εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πολλοί μελετητές τονίζουν ιδιαίτερα ότι τα όρια που έθεσε ο ρωμαίος ανθύπατος εκείνη την εποχή δεν έχουν αλλάξει καθόλου ή αν έχουν, οι αλλαγές είναι ελάχιστες. Πράγματι τα σημερινά όρια ανάμεσα στην Λαμία και στην Υπάτη ή από τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Λυγαριάς- Στύρφακας είναι στο Βαθύρεμα. Σύμφωνα με τις δικές μας εκτιμήσεις τα γεωγραφικά όρια που έθεσε ο Ρωμαίος ανθύπατος ανάμεσα στις δυο πόλεις είναι στον χείμαρρο της Πλατάνας , λιγότερο από ένα χιλιόμετρο ανατολικότερα από το σημείο που είναι σήμερα. Για να γίνουμε πιο σαφείς τα γεωγραφικά όρια έχουν μεταφερθεί κοντά στο ένα χιλιόμετρο δυτικότερα από αυτά που κατά την εκτίμηση μας έθεσε ο Ρωμαίος Ανθύπατος άγνωστο σε ποια χρονική περίοδο και άγνωστο επίσης για ποιους λόγους.

Το μόνο στοιχείο αμφισβήτησης και στις δυο τελευταίες εκδοχές (Πλατάνα και Βαθύρεμα) είναι ότι ο Ρωμαίος ανθύπατος ενώ ηταν πολύ περιγραφικός για το ανάγλυφο της περιοχής γύρω από την οριοθετική γραμμή δεν αναφέρει πουθενά την ανασκαφείσα « πόλη» στην θέση Παλιοχώρια –Τριπιολιθάρι άσχετα αν ηταν κατεστραμμένη η όχι . Είμαστε επίσης υποχρεωμένοι να αναφέρουμε ότι ούτε ο Tite-Live κατά την κάθοδο από το Βαθύρεμα του Ρωμαίου στρατηγού Αχίλλειου το 191 π.χ. δεν αναφέρει κάτι για την συγκεκριμένη «πόλη». Αν είναι έτσι τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η ανασκαφείσα «πόλη» θα πρέπει να έχει άμεση σχέση με το τέμενος του Ποσειδώνος.

Ίσως η ανασκαφείσα «πόλη» ίσως να μην ηταν πόλη αλλα να ηταν το τέμενος του Ποσειδώνος, με όλα τα παρελκόμενα κτήρια και τις κατοικίες που είχαν κτιστεί γύρω από αυτόν. Το κυρίαρχο στοιχείο που ενισχύει την άποψη μας ότι η ανασκαφείσα «πόλη» είναι το τέμενος του Ποσειδώνος είναι η παρακάτω.

Νότια νοτιοδυτικά της ανασκαφείσας περιοχής υπάρχει ο λόφος Μαγούλα που συνδέεται γεωγραφικά με την περιοχή Παλαιοχώρια. Στην ανατολική πλευρά του λόφου υπάρχουν διάσπαρτες, μεγάλες ποταμίσιες πέτρες, οι οποίες δικαιολογούν την παρουσία τους στο συγκεκριμένο σημείο μόνο αν χρησιμοποιηθήκαν από ανθρώπινες δραστηριότητες. Το συμπεράσματα που δικαιολογεί την ύπαρξη, από τις ποταμίσιες πέτρες στο συγκεκριμένο σημείο είναι μία: Οι ποταμίσιες πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για κάποιον σκοπό, ο οποίος έχει άμεση σχέση με τα ποτάμια και τις θάλασσες. Για να είμαστε πιο σαφείς καταλήγουμε στην άποψη ότι στον συγκεκριμένο χώρο, οι συγκεκριμένες ποταμίσιες πέτρες χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του τεμένους του θεού των θαλασσών και των ποταμών, τον Ποσειδώνα. Γνωρίζουμε ότι το τέμενος του Ποσειδώνος μέχρι την αναφερόμενη ιστορική περίοδο ηταν κτισμένο μέσα στην χώρα των Λαμιέων. Αν ο Ρωμαίος ανθύπατος έδωσε την περιοχή γύρω από το τέμενος του Ποσειδώνος στους Λαμιέους τότε λογικά οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι τα όρια ανάμεσα στις δυο πόλεις ηταν δυτικότερα, στο Βαθύρεμα. Παρόλα αυτά εκτιμούμε ότι η οριοθετική γραμμή ξεκινούσε και ακολουθούσε σε όλη του την διαδρομή τον χείμαρρο της Πλατάνας που αναφέραμε παραπάνω.

Επομένως ο Ρωμαίος ανθύπατος προκειμένου να δώσει για πάντα τέλος στην έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις παρέδωσε στους Υπαταίους όλη την περιοχή ανάμεσα στους χείμαρρους Πλατάνα και Βαθύρεμα μαζί με το τέμενος του Ποσειδώνος.

Λόφος Πήλιο

Μετά την Δέρκυνα βλέπουμε ότι η οροθετική γραμμή γυρίζει πίσω προς το Σπερχειό (και από εκεί στο λόφο Πήλιο μέσα από τον ρου του Σπερχειού) και μέσα από τον κύτη του ποταμού συνεχίζει μέχρι να βρει τον λόφο Πήλιο. Εδώ βλέπουμε ότι τα πράγματα κάπου μπερδεύονται. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η οροθετική γραμμή μετά την Δέρκυνα συνεχίζει σε ευθεία γραμμή μέσα στην γεωγραφική περιοχή του χωριού Μεξιάτες. Ο Ι. Βορστέλας εκτιμά ότι η οροθετική γραμμή τελειώνει στον λόφο Αρνόραχη. Σε όλα τα παραπάνω διατηρούμε πολλές επιφυλάξεις και εκτιμούμε ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η επιγραφή μάς δίνει την δυνατότητα να καταλάβουμε ότι τα όρια της Λαμίας προς νότο κατά την εποχή της οριοθέτηση έφταναν μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, διότι όπως αναφέραμε παραπάνω σύμφωνα με τον Θουκυδίδη το 427 π.χ. οι Οιταίοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν την Τραχίνα . Αν είναι έτσι, τίθεται το ερώτημα γιατί ο οριοθέτης πέρασε την οροθετική γραμμή πέραν του Σπερχειού αφού ήξερε ότι θα την γύριζε πάλι πίσω; Προφανώς επειδή χρειάζονταν κάποιο σοβαρό γεωγραφικό σημείο αναφοράς στην οροθετική γραμμή. Επομένως η οροθετική γραμμή μετά την Δέρκυνα συνεχίζει ανατολικά και όχι νότια, μπαίνει στον Σπερχειό ποταμό βόρεια από τις Κομποτάδες ακολουθεί τον ρου του ποταμού μέχρι να συναντήσει τον λόφο Πήλιο και τα σύνορα ανάμεσα στην Λαμία (βόρεια), Πρόαρνα (δυτικά) και Οιχαλία (ανατολικά) . Ο λόφος Πήλιο ήταν πάνω στα τελευταία χερσαία σύνορα της περιοχής εκείνης της εποχής. Μετά το Πήλιο ακολουθούσε η θάλασσα. Ανατολικά του Πηλίου και δεξιά του Σπερχειού ποταμού ήταν η χώρα των Οιταίων. Δυτικά και δεξιά του Σπερχειού ποταμού ήταν η χώρα των Αινιάνων. Αριστερά η βόρεια του Σπερχειού ποταμού ήταν η χώρα των Μαλιέων. Ο λόφος Πήλιο θα πρέπει να ήταν ένας μικρός λόφος ανατολικά της Δέρκυνας στην δεξιά πλευρά του Σπερχειού ποταμού. Θα πρέπει να βρισκόταν κάπου ανάμεσα στα χωριά Φραντζή και Γοργοπόταμος εκεί που ηταν τα όρια ανάμεσα στους Οιταίους , τους Υπαταίους και τους Λαμιέους . Νότια του Πηλίου υπήρχε το Μνημείο του Εύρυτου και νοτιοανατολικά του Πηλίου ήταν κτισμένη η Οιχαλία. .

 

Οι πόλεις Πρόερνα και Πρόαρνα.
Όπως είδαμε το διάταγμα αναφέρει ότι τα όρια κατέληγαν : από εκεί στο μνημείο του Εύρυτου το οποίο βρίσκεται μεταξύ των συνόρων των Λαμιέων ,των Ευρυκανίων και των Προερνίων. Εδώ εκτιμούμε ότι έχει γίνει λάθος στην μετάφραση του ονόματος της πόλης των Προερνίων. Ο Στέφανος Βυζαντινός [20] αναφέρεται στην πόλη Πρόαρνα, πόλις των Μηλιέων, ουδετέρως, οι οικήτορες Προάρνιοι. Εκτιμούμε λοιπόν ότι η πόλης που αναφέρεται στο διάταγμα ήταν η πόλη των Λαμιέων, Πρόαρνα -των Προαρνίων- και όχι η Πρόερνα -των Προερνίων[21]- και ήταν κτισμένη στην δεξιά πλευρά του ρου του Σπερχειού ποταμού. Η Πρόαρνα πέρασε στα χέρια των Υπατιαίων, πιθανών όταν οι Οιταίοι κατέλαβαν την Τραχίνα. Οι Υπατιαίοι μετά την ήτα των Μαλιαίων από τους Οιταίους βρήκαν την ευκαιρία και εκδίωξαν τους Λαμιέους από την δεξιά πλευρά του Σπερχειού ποταμού. Επίσης και σύμφωνα με το διάταγμα βλέπουμε ότι στην αριστερή πλευρά του Σπερχειού ποταμού υπήρχε το τέμενος του Ποσειδώνος, και η Σίδη και στην δεξιά πλευρά του Σπερχειού υπήρχαν η πηγή Δέρκυνα, ο λόφος Πήλιο, η πόλη των Μαλιαίων Πρόαρνα, η Ομηρική Οιχαλία του Εύρυτου και το μνημείο του Εύρυτου που απ’ ότι φαίνεται υπήρχε ακόμη στην αναφερόμενη την εποχή. Την πόλη Πρόαρνα ο Στράβων την τοποθετεί δίπλα στην Τραχίνα. Επομένως η Πρόαρνα θα πρέπει να ήταν κτισμένη στα ριζά της Οίτης μέσα στα γεωγραφικά όρια των σημερινών χωριών Κωσταλέξη, Κομποτάδες και Μεξιάτες.

Μνημείο τους Εύρυτου

Αν τα συμπεράσματα μας είναι σωστά τότε το μνημείο τους Εύρυτου ήταν δυτικά η βορειοδυτικά της Οιχαλίας και δεν ήταν κοντά στην Δέρκυνα άλλα ανατολικά και αρκετά μακριά από αυτήν. Επομένως η οροθετική γραμμή μετά την πυγή Δέρκυνα έστριβε ανατολικά και μέσα από τον ρου του Σπερχειού κατέληγε στον λόφο Πήλιο που λογικά θα ήταν βόρεια- βορειοανατολικά του χωριού Φραντζής και από εκεί στο μνημείο του Εύρυτου που πιθανότατα θα βρίσκονταν στη ίδια περιοχή. Εκτιμούμε ότι το Πήλιο είναι το κλειδί για την λύση του γρίφου στο θέμα των ορίων που καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος. Αν εντοπίσουμε ποιο είναι το Πήλιο τότε θα ξέρουμε με ακρίβεια που κατέληγαν τα όρια.

 

Ανακεφαλαίωση
Το 1855 στο χωριό Μεξιάτες Φθιώτιδος βρέθηκε σπασμένη επιγραφή που αναφέρονταν σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που αφορούσε μια τοπική έριδα ανάμεσα σε δυο πόλεις κράτη της κοιλάδας του Σπερχειού, την Λαμία και την Υπάτη. Το διάταγμα που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο θέμα των ορίων, χιλιάδες χρόνια αργότερα έμελλε να μας δώσει σημαντικότατες πληροφορίες για το ιστορικό παρελθόν του τόπου μας, που δυστυχώς χάθηκε μέσα στην λήθη και στον χρόνο. Κατ’ αρχάς μάθαμε ότι η έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις δεν ήταν σημείο εκείνων των καιρών και μόνο, αλλά είχε ξεκινήσει από την εποχή της Ομηρικής Τραχίνας που μέχρι το 427 π.χ. αφορούσε περισσότερο την δεξιά πλευρά του Σπερχειού . Αυτή η πολεμική ρήξη διατηρήθηκε ακόμη και επί της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλα έχει μεταφερθεί στην αριστερή πλευρά του Σπερχειού, μέχρι που ο αυτοκράτορας Ρώμης Αδριανός έστειλε τον ανθύπατο της Μακεδονίας και διέλυσε για πάντα την έριδα ανάμεσα στις δυο πόλεις. Ο Ρωμαίος ανθύπατος για τις ανάγκες της οριοθέτησης χρησιμοποίησε διάφορους όρους, ιστορικά, θρησκευτικά και γεωγραφικά στοιχεία που έπειτα από τις αλλεπάλληλες καταστροφές εχουν χαθεί και μας είναι άγνωστα. Το διάταγμα που βρέθηκε, ήταν η αφορμή για να μάθουμε και να κατανοήσουμε πολλές ιστορικές αλήθειες χαμένες μέσα στην λήθη όπως π.χ. πού πραγματικά έζησε ο Ομηρικός Εύρυτος βασιλιάς της Οιχαλίας γιος του Μελανέα και της Στρατονίκης, και εγγονός του θεού Απόλλωνα. Μάθαμε που πραγματικά ηταν η Ομηρική Οιχαλία η πόλη , πού πραγματικά έδρασε ο Ηρακλής. Επίσης αν συνδυάσουμε την δράση του Ηρακλή στην Τραχήνα, την Οιχαλία και την Πυρά στην Οίτη όπου απεβίωσε, μας δίνει το δικαίωμα να καταλάβουμε ότι η περιοχή γύρω από τον Σπερχειό ποταμό ηταν μια από τις κυριότερες περιοχές στις οποίες δραστηριοποιήθηκε ο ημίθεος Ηρακλής. Επίσης μάθαμε ποια ήταν η τοπική θρησκεία, άλλα και την γεωγραφική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Στο διάταγμα δεν αναφέρεται από που έγινε η αρχή της οροθεσίας αλλα με σιγουριά πλέων πιστεύουμε ότι η αρχή των ορίων ηταν στον βορά.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι τα γεωγραφικά όρια που καθόρισε ο Ρωμαίος ανθύπατος ανάμεσα στους Λαμιείς και τους Υπαταίους στην κοιλάδα του Σπερχειού είναι ίδια με τα σημερινά γεωγραφικά όρια ανάμεσα στην Λαμία και στην Υπάτη ή έχουν αλλάξει ελάχιστα από τότε. Στην διάσκεψη του Λονδίνου, στις 18-30 Αυγούστου του 1832, αποφασίστηκε η οριοθετική γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού και η παραχώρηση της επαρχίας Ζητουνίου στην Ελλάδα. Με την παραχώρηση της Λαμίας στην Ελλάδα τα γεωγραφικά όριά, πιθανόν με την παρέμβαση της εκκλησίας, έπειτα από χιλιάδες χρόνια μεταφέρθηκαν δυτικότερα, στο σημείο όπου είναι σήμερα τα γεωγραφικά όρια των γεωγραφικών διαμερισμάτων Λυγαριάς –Στύρφακας, στο χείμαρρο -χαράδρα με το όνομα Βαθύρεμα που αναφερθήκαμε παραπάνω.
Στην παραπάνω έρευνα ελήφθησαν υπόψη η σημερινή μορφολογία του εδάφους, τα τοπωνύμια, και η βιβλιογραφία που αναφέρεται στο κείμενο.

Γεώργιος Καλλιώρας
Ερευνητής, συγγραφέας .
Απόστρατος Αξιωματικός Π.Ν. Εκπρόσωπος ΕΑΑΝ για τον νομό Φθιώτιδος.

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο You Tube

Δες επίσης

Λουκάς Αποστολίδης: “Διαχείριση υδάτινου δυναμικού και ενέργειας ΑΠΕ”

Διαχείριση υδάτινου δυναμικού και ενέργειας ΑΠΕ – Ειδικά τέλη 3% παραγωγής ΑΠΕ – Το περιβάλλον …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *