Breaking News
Ακολουθήστε μας στο facebook

Βόλος, σαν σήμερα: Προς την πολυπόθητη απελευθέρωση…

Τρία χρόνια μετά την επανάσταση της Θεσσαλίας του 1878 η ατελής προσάρτηση της Θεσσαλίας, χωρίς την επαρχία της Ελασσόνας και ενός τμήματος της Ηπείρου και η ένταξή της στον εθνικό κορμό πραγματοποιήθηκε με ειρηνικό τρόπο, ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων και εξαντλητικών διπλωματικών διεργασιών, που ξεκίνησαν από το Συνέδριο του Βερολίνου και έληξαν με βάση τις διατάξεις της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης (12 Μαΐου 1881).

Της Μαρίας Σπανού

Πρωτόκολλο του υποστράτηγου Σκαρλάτου Σούτσου, για την εκκένωση του οθωμανικού στρατού και παράδοσης του Βόλου στον ελληνικό στρατό

Η ελληνοτουρκική σύμβαση βάσει του πρώτου της άρθρου προέβλεπε με σαφήνεια τα νέα σύνορα. Ο ακριβής προσδιορισμός της νέας οροθετικής γραμμής θα γινόταν επί τόπου με την εποπτεία διεθνούς επιτροπής στην οποία συμμετείχαν οι έξι επιτετραμμένοι των Μεγάλων Δυνάμεων και των ενδιαφερομένων χωρών. Οι αποφάσεις της θα λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία με εργασίες που ξεκίνησαν με την υπογραφή της σύμβασης. Βάσει των άρθρων της η εκκένωση των έξι παραχωρούμενων τμημάτων θα γινόταν σταδιακά. Τελευταία θα γινόταν η παραχώρηση του Βόλου, επειδή χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για την εκκένωση της Θεσσαλίας από τον οθωμανικό στρατό και το πολεμικό υλικό, που στη συνέχεια θα μεταφερόταν, μέσω του λιμανιού του.

Ο τοπικός υποπρόξενος του Βόλου Ιωάννης Τζιώτης αλλά και ο πρόξενος της Λάρισας Ιωάννης Παλαμήδης δεν είχαν πια άλλη έγνοια παρά να υπεραμυνθούν της ασφαλούς διεκπεραίωσης της προσάρτησης. Δυσπιστούσαν ως την τελευταία στιγμή, επειδή οι Οθωμανοί εξύφαιναν διάφορα για την παρακώλυσή της, όπως τηλεγραφεί ο δεύτερος στο Υπουργείο των Εξωτερικών, καθότι «η διοίκηση υποκινεί δια του φόβου και δια της πιέσεως υπογραφήν αναφορών παρά κατοίκων των διαφόρων επαρχιών δι ών δηλούσιν ότι είναι ευχαριστημένοι εκ της τουρκικής διοικήσεως και ου θέλουσιν προσάρτησιν». Επεισόδια παραβατικότητας έναντι των χριστιανών εξαιτίας της αδιαφορίας των οθωμανικών αρχών έγιναν όλο το καλοκαίρι του 1878 και συνέχισαν και μετά. Η στρατιωτική οθωμανική ηγεσία ερέθιζε τα πνεύματα και μέχρι το παραπέντε απειλούσε με υποχώρηση του τακτικού στρατού δέκα μέρες πριν την παράδοση, πράγμα που θα εξέθετε σε μεγάλο κίνδυνο τους κατοίκους της Λάρισας, τη στιγμή που εντός και εκτός της πόλης παρεμιδημούσε σημαντικός αριθμός ατάκτων, φυγοδίκων, ληστών και γενικά επικίνδυνων ανθρώπων που απειλούσαν την ασφάλειά τους.
Περιττό δε να σημειωθεί, όπως αναφέρει ο Παλαμήδης και σε άλλη του αναφορά, ότι για την κατάσταση αυτή η «Αρχή κρυφίως χαιρεκακεί». Κάνει έκκληση τότε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο να λάβει μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου, «διότι χορηγεί εις τους κακοβούλους κατάλληλον περίστασιν προς οιονδήποτε πραξικόπημα εναντίων της ζωής και της περιουσίας των κατοίκων». Στις 29 Ιουλίου 1881 αναφέρει την προγραμματισμένη αποχώρηση του στρατού δια ξηράς και δια του λιμανιού του Βόλου, απ’ όπου αναχώρησαν πολλά τάγματα στρατού με πολεμικό υλικό με την επίβλεψη του Φερίκη Χατζή Ρεσίτ-πασά. Προηγουμένως προέβησαν στη διάλυση της τάξης των «εφέδρων Μουκαντέμ» και του σώματος των ζαπτιέδων, οι οποίοι στράφηκαν στο ληστρικό βίο. Και ενώ όλα έβαιναν καλώς, η Πύλη ζήτησε δεκαπενθήμερη παράταση της αποχώρησής τους.
Η είδηση αυτή «κατεθορύβησε» τους Θεσσαλούς αναλογιζόμενοι τις τελευταίες πράξεις βίας και εκδίκησης, που εξαιτίας της ακηδείας, της απάθειας και της κακής πρόθεσης των αρχών είχαν πολλαπλασιαστεί. Την απειλούμενη παράταση ο Παλαμήδης πολέμησε να ακυρώσει, επιχειρηματολογώντας πως κάτι τέτοιο «μεγάλας καταστροφάς θα επιφέρει εν τω τόπω». Ειδικά στις περιοχές της Ελασσόνας και του Ολύμπου που αποκόπηκαν από την ενσωμάτωση η παραβατικότητα είχε οργιάσει.

Η είδηση όμως αυτή τάραξε ιδιαίτερα και τους ίδιους τους Οθωμανούς που είχαν αποφασίσει να μη μεταναστατεύσουν και να παραμείνουν στη Θεσσαλία, ελπίζοντας να τελειώσει το γρηγορότερο η ανώμαλη αυτή κατάσταση. Ήθελαν περισσότερο και από τους χριστιανούς, υποστηρίζει ο Παλαμήδης, την ταχύτερη διεκπεραίωση του θέματος.
Επικρατούσε γενικά και στα δυο στρατόπεδα μεγάλη ανησυχία και ο Παλαμήδης αναγκάστηκε μαζί με τους Ευρωπαίους ομολόγους του να ζητήσει έκτακτα μέτρα ασφαλείας.Τα πράγματα τελικά εξομαλύνθηκαν, ο φερίκης Βελή Ριζά-πασάς ήρθε στη Λάρισα και η εκκένωση του στρατού έγινε ομαλά, όπως και οι άλλες διαδικασίες.
Η παράδοση της Θεσσαλίας- αφού είχε προηγηθεί της Άρτας στις 5 Ιουλίου- άρχισε με την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Δομοκό στις 8 Αυγούστου, συνεχίστηκε με το Σμόκοβο, Καρδίτσα, Φανάρι, Τρίκαλα, Αλμυρό, Λάρισα και ολοκληρώθηκε στον Βόλο, όπως είχε προγραμματιστεί.
Η συνολική επιφάνεια που προσαρτήθηκε ανερχόταν σε 13.395 τ.χλμ. (12.258 της Θεσσαλίας και 1.136 της Άρτας), που αύξανε την έκταση του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και τον πληθυσμό του κατά 300.000 κατοίκους. Η κατάληψη των νέων εδαφών, εκτός από μεμονωμένα επεισόδια, διεκπεραιώθηκε χωρίς προβλήματα. Παντού οι κάτοικοι υποδέχονταν με ξέφρενο ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό.
Η γλυκιά μέρα της ελευθερίας ξημέρωσε και στο Βόλο στις 2 Νοεμβρίου, με την είσοδο του ελληνικού στρατού από τον υποστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο και του φαλαγγάρχη Κ. Καραϊσκάκη. Οι Βολιώτες περίμεναν τη μέρα αυτή, όπως έγραψε η αθηναϊκή εφημερίδα «Εθνικόν Πνεύμα» «ως ο τυφλός το φως των οφθαλμών του». Από την προηγουμένη νύκτα οι σημαίες είχαν υψωθεί, οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών είχαν ανοίξει διάπλατα «και ενόμιζε τις, ότι είχεν ανατείλει η ημέρα: τόσον ήτο φωτεινή η ανατολή της ελευθερίας».
Ανάλογη υποδοχή, ανήμερα της μεγάλης ημέρας περιγράφει και ο οπλαρχηγός του 1878 και δημοσιογράφος της νεοεκδιδόμενης Θεσσαλίας στον Βόλο, Κωνσταντίνος Σακελλαρίδης, προοιωνίζοντας ότι εκείνες οι στιγμές θα αποτελούσαν εφεξής τον μοχλό «νέου πολιτικού καθεστώτος και νέας πολιτικής ζωής». Η απελευθέρωση του Βόλου στις 2 Νοεμβρίου 1881 γράφηκε με συναρπαστικό τρόπο, όπως τον περιέγραψαν αρκετοί ανταποκριτές εφημερίδων που είχαν φθάσει για το σκοπό αυτό στην πόλη από την παραμονή. Να τι αναφέρει ο ανταποκριτής της εφημερίδας «Νεολόγος», που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη:

«Ανέτειλε τέλος ιλαρά η Δευτέρα 2 Νοεμβρίου και ήδη αι οδοί έβριθον ανθρώπων, η πόλις άπασα σημαιοστόλιστος, μουσικαί διηυλάκιζον την πόλιν. Ζητωκραυγαί και τουφεκιοβολισμοί συνανεφύροντο, όμιλοι παντού εσχηματίζοντο, προσαγορεύοντες ενθουσιωδώς που με την έλευσιν των αγωνιστών της Μακρυνίτσης, τωου σαρακηνού και του μοναστηρίου της Σουρβιάς, που δε τας εκ των χωρίων του πηλίου κατερχομένας προς υποδοχήν επιτροπάς, ων εκάστης ηγείτο ευπρεπής κυανόλευκος σημαία φέρουσα τα: Ζήτω το έθνος, Ζήτω η Ένωσις».
Η αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών» που αφιέρωσε πολλά αφιερώματα, σημειώνει στις 4 Νοεμβρίου:«Δια της εισόδου των ελληνικών δυνάμεων εις τον Βώλον, συνεπληρώθη η παράδοσις και του τελευταίου των έξ τμημάτων, εις α διηρέθη η εκχωρηθείσα της Ελλάδα χώρα, ούτω δε κρίνεται, ως εκτελεσθείσα καθ’ ολοκληρίαν η Σύμβασις, περί της παραδόσεως της εν τη εν Κωνσταντινουπόλει Συνδιασκέψει ορισθείσης γης, προς μεταρρύθμισιν των προς άρκτον συνόρων του Ελληνικού Βασιλείου…». «Ο ελληνικός στρατός, συνιστάμενος εκ των ταγμάτων ενδεκάτου, ογδόου και δεκάτου και σώματος τινός του μηχανικού εισήλθεν εις τον Βώλον περί της 10 ώραν π.μ. Η υποδοχή ήτο λαμπρά και ωραίος καιρός μεγάλως ηυνόησε την εορτήν. Ο ενθουσιασμός ήτο μέγας, απείρων ανθρώπων ελθόντων εκ του Πηλίου και των περιχώρων ως και εξ’ όλων των μερών της Ελλάδος και της Σμύρνης. Η διεθνής επιτροπή αναχωρεί εις Αθήνας δια της «Μπουμπουλίνας».
Η εφημερίδα «Παλιγγενεσία» (5.11.1881) περιέγραψε με ακρίβεια την υποδοχή του στρατού και την επίσημη τελετή με τις προσφωνήσεις τόσο του δημάρχου Βόλου Γεωργίου Καρτάλη όσο και του στρατηγού Σκαρλάτου Σούτσου. Αναφέρθηκε και στο ταχύπλοο Κρήτη της εταιρίας Γουδή, που από την προηγουμένη νύκτα ταξίδεψε από τον Πειραιά για να βρεθεί το πρωί της 2ας Νοεμβρίου στο Βόλο, μεταφέροντας μεγάλο αριθμό ενθουσιωδών επισκεπτών από τις παράκτιες περιοχές της διαδρομής του για να πανηγυρίσουν μαζί με τους ντόπιους την προσάρτηση του Βόλου:«Την 8 ώραν π.μ. έρριπτεν την άγκυραν αυτής, εν τω λιμάνι του Βόλου, ενώ σημαιοστόλιστος έπλεε, επαυξάνουσαν την χαρά των εν χαρά και πανηγύρει διατελούντων κατοίκων του Βόλου και των περικαλλών και ευεκτίστων κωμών…Εισπλέοντες εις τον λιμένα διήλθομεν αριτερόθεν του οθωμανικού θωρηκτού, όπερ χαιρετηθέν υπό της «Κρήτης» αντιχαιρέτησε, και παρηλάσαμεν προ της ημετέρας «Μπουμπουλίνας» και των ηγκυροβολημένων και σημαιοστολίστων ατμοπλοίων της ελληνικής ατμοπλοϊκής εταιρείας και της Πανελληνίου, ων αι κυανόλευκοι σημαίαι αμοιβαίως ανήρχοντο και κατήρχοντο δεξιούμεναι αδελφικώς εν λιμένι μέχρι προ ολίγων ωρών δούλω και νυν ελευθέρω..άμα τη προσορμίσει της «Κρήτης», αι λέμβοι φέρουσαι την κυανόλευκον και γελόεσσαν ελληνικήν σημαία, δαφνοστόλισται δε και μυρσινοστόλισται περιεκύκλωσαν αυτήν και κατά δεκάδας εξήγον εις την πόλιν τους επιβάτας αυτής». Η πόλη υποδέχτηκε τον στρατό «πλήρης αφάτου εθνικής θυμηδίας δια την μοναδικήν τούτην ημέραν».
Συγκινητική ήταν η στιγμή, γράφει η «Θεσσαλία» (4.11.1881) όταν τα μέλη της Προσωρινής Κυβέρνησης του Πηλίου «η την τελευταίαν του 1878 επανάστασιν διευθύνασα», παρουσιάστηκαν και παρέδωσαν επίγραμμα και τη σημαία της επανάστασης δια του γηραιού πλέον προέδρου της, του Ζαγοριανού Ιερώνυμου Κασσαβέτη «εντειλαμένη εν επιγράμματος τω στρατηγώ» (εννοώντας τον Σκαρλάτο Σούτσο) με το αίτημα να την παραδώσει στο βασιλιά.
Σε πνεύμα ανάτασης ήταν και το πλήθος που έμοιαζε με «θάλασσαν, με πέλαγος», όπως περιέγραψε ο Βλάσης Γαβριηλίδης στην εφημερίδα του «Μη χάνεσαι»: «Πέριξ μεγάλης μεταξωτής Ελληνικής σημαίας, ην κρατεί Θεσσαλός τις προ του δημαρχείου του Βώλου, συσπειρούται κόσμος πολύς, πληθύς άμετρος παντοδαπής ενδυμασίας και παντός γένους. Είναι η σημαία των εν Κωνσταντινουπόλει Θετταλομαγνήτων. Αντί σταυρού εις την κορυφήν του αργυρού κονταρίου φέρει αγαλμάτιον αργυρούν γυναικός, απεικονιζούσης την Θεσσαλίαν θραύουσαν τας αλύσσεις της» και συνεχίζει την περιγραφή καταλήγοντας: «επί δε της ετέρας όψεως καταλεύκου ήν κεντημένη χρυσίω η Αργώ με τους αργοναύτας της».Και πιο κάτω: «Ό,τι με συνεκίνησεν ήν οι γέροντες Πηλιώται, οι πεσετοφόροι Μακρυνιτσιώται και η πολεμική των σημαία, ήν εκράτει ο αδελφός της αγωνισθείσης κατά την πρώτην μάχην Μαργαρίτας Κατσούρα, παρ’ ώ έμεινεν η αγωνισθείσα ηρωίνη, ωραία και αφελής την όψιν, ως αληθής ποιμενίς. Και έρχονται εις την μνήμην μου οι πλήρεις ενθουσσιαμού εκείνοι νέοι, οίτινες έπεσαν μαχόμενοι κατά την λαμπράν εκείνην μάχην».
Η πανηγυρική τελετή κορυφώθηκε λίγες ημέρες μετά, με την περιοδεία θριάμβου του βασιλιά Γεωργίου του Α΄με πολυπληθή συνοδεία στις νέες προσαρτώμενες επαρχίες.
Η προσάρτηση του Βόλου και ολόκληρης της Θεσσαλίας ήταν πλέον γεγονός. Για πρώτη φορά το ελληνικό βασίλειο από την ίδρυσή του αποκτούσε μια οθωμανική επαρχία ειρηνικά, δια της διπλωματικής οδού. Και οι δυο εκπρόσωποί του στο Βόλο και στη Λάρισα, Ιωάννης Τζιώτης και Ιωάννης Παλαμήδης είχαν πράξει το καθήκον τους στο ακέραιο, συμβάλλοντας στην αδιαμφισβήτητη αυτή επιτυχία, σταθμό στην νεότερη ελληνική ιστορία.


*«Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο της υπογράφουσας, Ιστορικά Ημιτόνια. Η επανάσταση στη Θεσσαλία το 1878 με το βλέμμα των προξένων, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2021. Η μελέτη αυτή στηρίζεται κυρίως στο αρχειακό υλικό του Διπλωματικού Ιστορικού Αρχείου (ΥΔΙΑ) του Υπουργείου Εξωτερικών.

magnesianews.gr

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο You Tube

Δες επίσης

Στερεά Ελλάδα: Tα δρομολόγια των Κινητών Αστυνομικών Μονάδων για την εβδομάδα από 06 έως 12-5-2024

Αναλυτικά τα δρομολόγια των Κινητών Αστυνομικών Μονάδων για την εβδομάδα από 06 έως 12-05-2024 Ανακοινώνεται …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *