Την κοινή τους θέση ότι εάν δεν υπάρξουν εξειδικευμένες γενετικές αναλύσεις και γενετική ταυτοποίηση, δεν μπορεί να αξιολογηθεί η ύπαρξη και ο βαθμός του υβριδισμού λύκου-σκύλου στην Ελλάδα, διατύπωσαν, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ομότιμος καθηγητής της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Χρήστος Βλάχος και ο Γιώργος Ηλιόπουλος, δρ. βιολόγος-ζωολόγος με εξειδίκευση στο είδος, στέλεχος και συνεργάτης της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Καλλιστώ».
«Δεν τίθεται θέμα υβριδισμού του λύκου στην Ελλάδα», τονίζει ο κ. Βλάχος, χαρακτηρίζοντας «τελείως ανακριβείς» τους ισχυρισμούς αυτών που υποστηρίζουν το αντίθετο. «Εάν κάποιος έκανε γενετική ταυτοποίηση που πιστοποιεί των υβριδισμό του λύκου στην χώρα μας, ας την εμφανίσει», λέει, επισημαίνοντας πως αν και υπάρχουν τεκμηριωμένες μελέτες σε επίπεδο ΕΕ που να αποδεικνύουν τον υβριδισμό του λύκου με το σκύλο, δεν υπάρχει ακριβής οδηγός ταξινόμησης των υβριδίων, «γιατί το πρόβλημα του υβριδισμού είναι πολύπλοκο».
«Οι λύκοι δεν είναι αγριογούρουνα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, σύμφωνα με τον οποίο το θέμα του άγριου σαρκοβόρου αυτού ζώου, του λύκου, που προσεγγίζει πλέον με μεγαλύτερη ευκολία τα κοπάδια κτηνοτρόφων, κάνοντας αισθητή την παρουσία του σε περιαστικές περιοχές, «πρέπει να προσεγγιστεί με την έννοια της επέκτασής του σε νέους βιότοπους και όχι με αυτήν του υβριδισμού».Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι ανθρωπογενείς επιδράσεις -αλλά πιθανόν και η κλιματική κρίση- που οδηγούν στην τροποποίηση του περιβάλλοντος, είναι εκείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν στην αλλαγή της συμπεριφοράς του είδους. «Η έλλειψη τροφής οδηγεί το είδος σε μετριασμό ή και στην απουσία του φόβου έναντι του ανθρώπου, γι’ αυτό και ο λύκος προσεγγίζει τα περιαστικά περιβάλλοντα», λέει ο κ. Βλάχος.
Το θέμα του υβριδισμού των λύκων με τους σκύλους είναι, σύμφωνα με τον κ. Ηλιόπουλο, ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα τους επιστήμονες στην ΕΕ, καθώς έχει διαπιστωθεί σε όλους τους πληθυσμούς λύκου στην Ευρώπη και σε 21 τουλάχιστον χώρες, με διαφορετικά όμως ποσοστά επιμειξίας.
«Χώρες όπως η Ιταλία και η Κροατία αναφέρουν υψηλά ποσοστά επιμειξίας», τονίζει, γνωστοποιώντας ότι η «Καλλιστώ» προτίθεται να συνδράμει, με την συμβολή και υποστήριξη και άλλων περιβαλλοντικών οργανώσεων της Ελλάδας, στο πανευρωπαϊκό ερευνητικό έργο που συντονίζει το Πανεπιστήμιο της Ρώμης, με τίτλο «Biodiversa- Wolfness», μέσω του οποίου επιχειρείται ο προσδιορισμός του ποσοστού του υβριδισμού λύκου-σκύλου στη Γηραιά Ήπειρο, με τη χρήση των πλέον σύγχρονων μεθόδων γενετικής ανάλυσης. Επιπλέον, κατά την υλοποίηση του ίδιου προγράμματος θα γίνει προσπάθεια να δοθεί επίσης απάντηση στο αν τα υβρίδια λύκου-σκύλου έχουν διαφορετική συμπεριφορά, «κάτι το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει επιβεβαιωθεί επιστημονικά, αν και θεωρητικά είναι ίσως πιθανόν». Στο ερώτημα εάν οι λύκοι φοβούνται λιγότερο ως προς τη μετάβασή τους σε περιαστικές περιοχές όπου μπορούν να βρουν τροφή, ο κ. Ηλιόπουλος απαντά ότι «ο λύκος είναι προσαρμοστικό ζώο με υψηλή νοημοσύνη και μπορεί να είναι τολμηρός, αλλά είναι και φοβικός», και υπογραμμίζει ότι «εφόσον πειστεί ότι δεν κινδυνεύει, το σίγουρο είναι ότι δεν θα διστάσει να πάει οπουδήποτε, προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφή του».
Προκειμένου να ξεκαθαριστεί το ποσοστό του υβριδισμού στον πληθυσμό του λύκου στην Ελλάδα, «αρχής γενομένης από φέτος, αλλά και το επόμενο έτος και στο πλαίσιο υποστήριξης του “Biodiversa Wolfness”, από τους φορείς που ασχολούνται με την διατήρηση του είδους στην Ευρώπη, «θα αποστείλουμε DNA, που θα συλλεχθεί από περιττώματα και ιστούς λύκων που έχουμε συγκεντρώσει από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, σε εξειδικευμένο εργαστήριο της Γερμανίας, ώστε να γίνει γενετική ταυτοποίηση και να διερευνηθεί πού υπάρχει και σε τι ποσοστό το φαινόμενο του υβριδισμού», εξηγεί. Προσθέτει δε, ότι μέσω του ίδιου προγράμματος, θα διερευνηθεί ο συσχετισμός της παρουσίας του υβριδισμού με συγκεκριμένες περιβαλλοντικές συνθήκες που ευνοούν την εμφάνισή του.