Ήταν νωρίς το πρωί της πρώτης Κυριακής του Μάρτη που οδηγούσα με χαμηλή ταχύτητα σε έναν παραθαλάσσιο επαρχιακό δρόμο. Είχα το παράθυρο ανοιχτό και το κελάηδημα μιας νησιώτικης πέρδικας (Alectoris chukar) με έκανε να σταματήσω.
Ψηλά στο πρανές, εκεί όπου τελειώνει η πλαγιά ενός λόφου, στεκόταν καμαρωτή πάνω σε έναν βράχο. Κακάριζε ρυθμικά – ήταν προφανώς η εποχή του ζευγαρώματος. Λίγο αργότερα, μια δεύτερη πέρδικα ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της. Ο ήχος του πετάγματός της έσπασε για μια στιγμή τη σιωπή. Τα δύο πουλιά βρέθηκαν κοντά και ζευγάρωσαν. Ήταν από εκείνες τις απρόσμενες στιγμές που η φύση σε αφήνει άφωνο.
Ξαφνικά, κάτι φάνηκε να τα αναστατώνει. Με ένα γρήγορο, νευρικό βήμα απομακρύνθηκαν από το σημείο, χάθηκαν πίσω από τους θάμνους και δεν τα ξαναείδα. Δεν ήταν ο δικός μου ήχος αυτός που τα ενόχλησε – στεκόμουν ακίνητος, μέσα στο αυτοκίνητο, σχεδόν κρατώντας την ανάσα μου. Κάτι άλλο, πιο έντονο, πιο ξένο για εκείνα, είχε διαταράξει τη σύντομη ερωτική τους τελετουργία.
Έβαλα μπρος και ανέβηκα αργά προς το πάνω μέρος της πλαγιάς. Εκεί, λίγο πιο πέρα, είδα την αιτία: ένας άντρας με τέσσερα κυνηγόσκυλα περπατούσε στην πλαγιά, μέσα στη χαμηλή βλάστηση. Δεν ήταν μόνος. Στις παρυφές του λόφου, σταθμευμένα σε διάφορα σημεία, υπήρχαν τουλάχιστον επτά οχήματα – τα περισσότερα 4×4 – εξοπλισμένα με ειδικά κλουβιά για τη μεταφορά σκύλων. Βρισκόμουν σε μια ζώνη εκγύμνασης κυνηγετικών σκύλων, από εκείνες όπου η εκπαίδευσή τους επιτρέπεται, ακόμη κι αν είναι η εποχή του ζευγαρώματος.
Το πιο ανησυχητικό δεν ήταν η παρουσία των κυνηγόσκυλων – όσο ενοχλητική κι αν είναι για την αναπαραγωγή των εδαφόβιων πουλιών, όπως η πέρδικα, η παρουσία των κυνηγόσκυλων θα μπορούσε να περιοριστεί με μια απλή διοικητική απόφαση. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν άλλο.
Στην ίδια αυτή πλαγιά, όπου πριν από λίγο παρακολουθούσα το ζευγάρι των πουλιών να ζευγαρώνει, προβλέπεται η κατασκευή μιας μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας. Βρίσκεται ήδη σε φάση περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Πρόκειται για μια φυσική έκταση άνω των 100 στρεμμάτων, μια από τις λίγες που έχουν απομείνει ανάμεσα σε δεκάδες τουριστικά συγκροτήματα που απλώνονται στο παραλιακό μέτωπο της περιοχής.
Αυτό είναι που με ανησυχεί βαθύτερα: όχι μόνο η ενόχληση των πτηνών, αλλά η ίδια η απώλεια των οικότοπων. Η εξαφάνιση των περιοχών όπου η άγρια ζωή μπορεί να βρει καταφύγιο – να ζευγαρώσει, να φωλιάσει, να συνεχίσει να υπάρχει. Κι ακόμη περισσότερο, η ευκολία με την οποία η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης ξεχνά την ουσία και εξαντλείται στο τυπικό μέρος: πίνακες, όροι, αντισταθμιστικά μέτρα που δεν φτάνουν ποτέ ως την ουσία του προβλήματος.
Ίσως την επόμενη άνοιξη να μην υπάρχουν πια ούτε οι πέρδικες, ούτε τα υπόλοιπα είδη της άγριας πανίδας, ούτε και τα κυνηγόσκυλα. Ίσως ολόκληρη η πλαγιά να έχει γίνει ένα ακόμα εργοτάξιο – και μετά ένα ακόμα θέρετρο με τσιμέντο και πισίνες.
Αυτό που είδα εκείνο το πρωινό ήταν μια εικόνα ζωής, μια στιγμή ελευθερίας, φυσικότητας και συνέχειας. Κι αυτό που με βαραίνει από τότε, είναι η σκέψη πως τέτοιες εικόνες ίσως να μη ζήσουμε ξανά στην ίδια περιοχή. Όχι γιατί οι πέρδικες και τα άλλα είδη δεν θα έρθουν, αλλά γιατί δεν θα τους έχουμε αφήσει χώρο να ζήσουν.
Πηγή: dasarxeio.com