Ακολουθήστε μας στο facebook

Μασκαρέματα γεμάτα κέφι και φαντασία – Αποκριάτικα στην μεταπολεμική Ναύπακτο

Μασκαράδες! Σκυλαραίους τους έλεγαν στα χωριά, έτσι τους έλεγε κι η μάνα μου. Άνοιγαν τα μπαούλα αυτές τις μέρες. Εκεί μέσα ήταν όλα μαγικά. Μια παλιά κουρτίνα θα γινόταν νυφικό, μια κάλτσα θα γέμιζε στάχτη να γίνει το θυμιατήρι του παπά. Ένα παλιακό κοστούμι για γαμπριάτικο, λελουδικό στη μποτουνιέρα από τη γλάστρα της αυλής. Η πλέχτρα με τα σκόρδα, στέφανα για τους νεονύμφους. Ρόμπες λουλουδάτες, αμερικάνικα φανταχτερά ρούχα της ούνδρας για τις συμπεθέρες. Μαξιλάρια για τις καμπούρες των γέρων και τις κοιλιές των γκαστρωμένων. Τα φλοκάτα ταπέτα της μάνας μου για την αρκούδα, ντέφι και γαρούφαλο στ’ αυτί για τον αρκουδιάρη.

Μασκαρέματα γεμάτα κέφι και φαντασία. Έτσι απλά! Χωρίς έξοδα και στολές καταπώς είναι της μοδός την σήμερον ημέραν. Και η ετερόκλητη κομπανία των μικρών και μεγάλων μασκαράδων έτοιμη, να πάρει τις ρούγες και τα σπίτια σβάρνα… Απρόσκλητη!

Οι νοικοκυραίοι, άνοιγαν τα σπίτια τους με χαρά, χωρίς δισταγμό. Μας περίμεναν. Προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιος είναι πίσω απ’ τη μάσκα, την κάλτσα ή το μαντίλι. Νόμος, δεν «ξεσκεπάζουμε» το μασκαρά με το ζόρι. Η Ευθυμία η Τσάτσαινα αναγνώρισε τους γονείς μου και την παρέα τους από τη μυρουδιά των ρούχων. Η μάνα μου έβαζε στο μπαούλο και την ντουλάπα ανυχάκι (άνθος φυτού για τον σκόρο). Γελούσαν με τα καμώματά μας και ‘μείς με την έκπληξή τους, όταν γινόταν η αποκάλυψή μας. Κερνούσαν μεζέ, πίτα και τους μεγαλύτερους κρασί.

Η Αργυροπουλίνα στα Προσφυγικά, μας φίλευε γαλακτομπούρεκο με την παράκληση να μην πετάξουμε κομφετί (προ ηλεκτρικής σκούπας). Η κυρία Λένα μας καλοδεχόταν στο ωραίο της σπιτικό. «Μόνο μη θυμιατίσει ο παπάς σας» έλεγε γελώντας, προσφέροντάς μας σοκολατάκια.. Η μάνα μου έφτιαχνε μακαρονόπιτα με πολλά αυγά και γλίνα, για τους μασκαράδες που θα περνούσαν από το σπίτι μας.

Μια φορά μόνο φοβήθηκα τους σκυλαραίους. Ήρθαν αργά. Γινόταν ο δρόμος για τη Βομβοκού. Η μπουλντόζα ξέθαψε ένα κρανίο, ο Θωμάς Π. το γέμισε με γύψο, κοτσάρησε ένα μικρό κοντάρι να το κρατάει και ντυμένος με ένα άσπρο σεντόνι κατέφτασε με την παρέα του. Εμένα μου θύμισε το «Λάζαρε δεύρο έξω» και να το κλάμα! Τα σπίτια όλων μας, γέμιζαν κομφετί και σερπαντίνες. Κακά τα ψέματα. Και ο ίδιος ο Θεός θα χρειαζόταν πολύ περισσότερες από έξι εργάσιμες να βάλει τάξη σε ‘κείνο το χάος.

Μετά το φαγητό της Τυρινής, στο αναμμένο τζάκι, στεριώναμε στη στάχτη ο καθένας το αυγό του για να ψηθεί. Οποιανού αυγό ίδρωνε, λέγαμε πως είναι γερός και δυνατός. Αν το αυγό έσκαγε, λέγαμε είναι νευρικός. Το παιχνίδι- έθιμο της ημέρας ήταν ο «Χάσκας». Στον πλάστη, έδενε ο πατέρας μια κλωστή και στην άκρη της ένα βρασμένο, καθαρισμένο αυγό. Καθόμασταν στις θέσεις μας με τα χέρια πίσω. Το αυγό περιφερόταν κοντά στο στόμα μας και προσπαθούσαμε να το χάψουμε. Ο νικητής ήταν και ο τυχερός!

Μεταπολεμικά στη Ναύπακτο, 1950-1955 γινόταν καρναβάλι την Καθαρά Δευτέρα. Ο πρώτος αποκριάτικος χορός, έγινε στην Παπαχαραλάμπειο Βιβλιοθήκη, πριν γεμίσει βιβλία και πάρει τη σημερινή της μορφή. Διοργανωτές, το επταμελές συμβούλιο της φιλοπτώχου με την επί πολλά χρόνια πρόεδρό της, Ιουλία Κοζώνη-σύζυγο Ανδρέα Κοζώνη- την Κοζώναινα. Πάντα με ζωντανή μουσική. Τον χορό τον άνοιγε το συμβούλιο και οι αρχές του τόπου για να ακολουθήσει γλέντι τρικούβερτο, που τράβαγε ως το πρωί. Το φαγητό το αναλάμβανε κάποιο καλό εστιατόριο της πόλης (Σκεύης, Λαουρδέκης κ.α.). Ξεχωριστή θέση στη συνεστίαση είχαν τ’ αυγά και οι σοκολάτες. Φέρναν από την Πάτρα ξύλινα μπαουλάκια, με κέρινα αυγά γεμάτα κομφετί. Προμηθεύονταν και σοκολάτες. Αυτά, η επιτροπή τα πουλούσε στους παρευρισκόμενους για να τα πετάξουν και να διασκεδάσουν. Τα έσοδα προορίζονταν για το φιλόπτωχο ταμείο. Παιδιά, που οι γονείς τους είχαν πάει στον χορό, σηκώνονταν πρωί- πρωί να δουν πόσες σοκολάτες τους είχαν φέρει.

Συνεχίστηκαν οι αποκριάτικοι χοροί στην Παπαχαραλάμπειο αίθουσα, με διοργανωτές τη φιλόπτωχο αλλά και τα Τ.Ε.Α. Το πρώτο Σάββατο της αποκριάς η φιλόπτωχος, το δεύτερο τα Τ.Ε.Α. Την επόμενη χρονιά άλλαζε η σειρά. Στη σκηνή, έπαιρνε θέση η «Ευρωπαϊκή» ορχήστρα.

Κάτω- εμπρός στη σκηνή-τοποθετούσαν ξύλινο δάπεδο να καλύψουν το επικλινές και να γίνει η πίστα επίπεδη. Στην υπόλοιπη αίθουσα έμπαιναν τραπεζοκαθίσματα. Ειδικοί από την Πάτρα, αναλάμβαναν τον στολισμό που ήταν φαντασμαγορικός, με γιρλάντες και αποκριάτικες φιγούρες στο ταβάνι και τους τοίχους! Οι γυναίκες με φροντισμένη κόμμωση, κομψές εξώπλατες μακριές τουαλέτες και εσάρπες να ζεσταίνουν τους αβρούς τους ώμους! Οι άνδρες με κοστούμι, ξενόκουμπα στα μανίκια του πουκαμίσου, γραβάτα ή παπιγιόν! Επίσημη βραδιά- επίσημο ένδυμα! Πάντα υπήρχε και η ατραξιόν. Μασκαρεμένοι που τραβούσαν το ενδιαφέρον όλων. Μια χρονιά- τέσσερις γυναίκες- μεταμφιέστηκαν σε δυο ζευγάρια «Άγγελοι- Διάβολοι». Όλο τα βράδυ χορεύανε, χωρίς κανένας να τους αναγνωρίσει. Ήταν κι αυτό ένα στοίχημα!

Μασκέ πάρτι γίνονταν και στα σπίτια, δίνοντας την ευκαιρία σε φίλους και συγγενείς να γιορτάσουν και να ξεφαντώσουν παρέα. Χοροεσπερίδες έκαναν επίσης οι Οδηγοί- Πρόσκοποι με αποκορύφωμα τον παιδικό τους χορό. «Πινέζα» ήταν η απάντηση της μικρούλας Ναυπάκτιας μεταμφιεσμένης Κινέζας στην ερώτηση «Τι έχεις ντυθεί κούκλα μου;»

Την Τσικνοπέμπτη οι γλεντζέδες θα το «καίγανε» με δημοτική ορχήστρα στου Σατλάνη. Κέντρο απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο, κατεβαίνοντας τα σκαλάκια δεξιά. Δήλωναν τη συμμετοχή τους οι παρέες για να εξασφαλίσουν τραπέζι αλλά να κανονιστεί και η ποσότητα του φαγητού. Με ρεφενέ νταβάδες, μπόλικο μοσχούδι από την Παλιοπαναγιά και ροδίτη από το Λυγιά, με ακορντεόν, κιθαρίτσες αλλά και πίπιζες στα ταβερνάκια του Στενοπάζαρου, γλεντούσε ο κοσμάκης.

Την Καθαρά Δευτέρα για τους «έχοντες τον τρόπο», παραδοσιακά κούλουμα στο Μοναστηράκι. Πολλοί έφταναν εκεί με ναυλωμένα καΐκια από το λιμάνι, και πίσω αργά το απόγευμα. Λιγοστά τα αυτοκίνητα τότε και δύσκολη η διέλευση στον καρόδρομο μέσα από τα χωριά του κάμπου. Οι νεαροί Μπιλ και Τάκης με τα πρώτα μοτοσακό της πόλης. Ο Κώστας με το ποδήλατό του! Διάβηκε τον Μόρνο με τη βάρκα του Σφήκα μαζί με το όχημα, δυο δραχμές το ναύλο. Στην Περαταριά- χαμηλά στο Ξηροπήγαδο- στις δυο όχθες του ποταμού, ήταν στερεωμένο ένα συρματόσχοινο. Η βάρκα, με καρούλι τσουλούσε να πάει πέρα-δώθε. Δύσκολο και επικίνδυνο δρομολόγιο, αλλά το συντομότερο! Οι υπόλοιποι την έβγαζαν στις γύρω εξοχές και στο κάστρο, με τα νηστίσιμα στο καλάθι. Η πιτσιρικαρία στη Μεγάλη και τη Μικρή Κουτσονίκαινα. Χαρταετός! Ξυσμένα πηχάκια καλαμιού, χαρτί, αλευρόκολλα, σχοινί, ουρά, καλά ζύγια και αμόλα καλούμπα!

Γλεντούσαν οι Ναυπάκτιοι όπως το καλούσαν οι μέρες μέσα στην ανάγκη τους να ξεφύγουν – έστω και για λίγο- από τη μέγγενη της καθημερινότητας και τη σκλαβιά της ρουτίνας τους. Ο καθείς με τον τρόπο του. Γιατί «Όλοι είχανε καρδιά λαός και Κολωνάκι».

Καλές Απόκριες- Καλή Σαρακοστή Πατριώτες!

Φωτογραφία: Αρχείο Σοφίας Παπούλια. Γαϊτανάκι στο λιμάνι, αρχές δεκαετίας 1950.

Εγγραφείτε στο κανάλι μας στο You Tube

Δες επίσης

ΓΣΕΕ: Η Πρωτομαγιά του 2024 βρίσκει τους εργαζόμενους απέναντι σε μια συνεχόμενη κρίση διαβίωσης

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ   Η ΓΣΕΕ …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *