Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν Σιτίστα. Με βασιλικό διάταγμα, το 1927, μετονομάστηκε σε Γραμμένη Οξυά.
Οι βουνοκορφές και οι βουνοπλαγιές της Οξυάς και των Βαρδουσίων, κυρίως εξαιτίας της μορφολογίας τους, ήταν από τα καλύτερα οχυρά κλεφτολήμερα. Ξακουσμένοι καπετάνιοι με τα μπουλούκια τους άφησαν αθάνατη τη μνήμη τους σ’ αυτή τη βουνίσια χώρα. Τσάμ – Καλόγερος, Γούλας, Θανάσης Διάκος, Σκαλτσοδήμος, δεν αφήκαν ραχούλα για ραχούλα «που να μη φτιάξουν και ταμπούρι και να γράψουν τ’ όνομά τους». Ακόμα και σήμερα διατηρούνται τοπωνύμια που μαρτυρούν τη διαβίωσή τους ή το πέρασμά τους από τα μέρη αυτά, «τη γερή δουλειά που έκαναν εκείνον τον καιρό τόσα σκολειά κλεφτών και αρματολών μεσ’ στην καρδιά της Ρούμελης»: «Του Τσάμ – Καλόγερου τα ταμπούρια», «του Πορτοκάλλη τα ταμπούρια», «του Γούλα η ράχη», «του Σκαλτσοδήμου ο έλατος», «το κελί του Διάκου».
«Στην Οξυά γύριζε το μπουλούκι του Τσάμ – Καλόγερου. Μια μέρα τράβηξε τέτοιος ανεμοστρόφιλας που μπορούσε να σηκώση άνθρωπο και τον πετάξη. Ο καπετάνιος βλέποντας τον κίντυνο αγκάλιασε μια οξυά· επίσης κι άλλοι πιαστήκαν από κοντά του. Γλύτωσαν. Δύο άλλοι σύντροφοι που δεν πρόφτασαν, έπαθαν. Έναν τον πέταξε στα τσαρπόλια μιανής οξυάς κι εδεκεί πέθανε. Τον βρήκαν την άλλη χρονιά. Άλλον τον πέταξε πολύ μακριά· τον σκότωσε. Ο Τσάμ – Καλόγερος έβγαλε το μαχαίρι, πελέκησε τη φλούδα της οξυάς που πιάστηκε και σημείωσε τη μέρα και τόνομά του. Από τότε λέγεται «Γραμμένη Οξυά» αυτό το δέντρο». *
* Η παράδοση αναφέρει πως ο ανεμοστρόβιλος αυτός δημιουργήθηκε στην τοποθεσία «Πεντιβί».