Η 5η Μαΐου 2010 έμεινε χαραγμένη στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ως μια μέρα εθνικής οδύνης.
Την ώρα που χιλιάδες πολίτες κατέκλυζαν τους δρόμους της Αθήνας διαδηλώνοντας ενάντια στο πρώτο μνημόνιο που επρόκειτο να ψηφιστεί στη Βουλή, μια εγκληματική ενέργεια σημάδευε για πάντα το κέντρο της πρωτεύουσας: τρεις εργαζόμενοι της τράπεζας Marfin – η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η Παρασκευή Ζούλια και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης – χάνουν τη ζωή τους από ασφυξία, όταν κουκουλοφόροι πετούν μολότοφ στο υποκατάστημα της Σταδίου.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, οι φυσικοί αυτουργοί της φονικής επίθεσης παραμένουν ασύλληπτοι.
Η μέρα της οργής και της φωτιάς
Ήταν η παραμονή της ψήφισης του πρώτου Μνημονίου. Τα συνδικάτα είχαν κηρύξει γενική απεργία και η Αθήνα πλημμύρισε από δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που κινήθηκαν προς τη Βουλή. Εν μέσω της πορείας, μια ομάδα ατόμων με καλυμμένα χαρακτηριστικά αποσπάστηκε από το πλήθος και επιτέθηκε με μολότοφ στο υποκατάστημα της Marfin στην οδό Σταδίου. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο κτίριο βρίσκονταν περίπου 25 εργαζόμενοι.
Οι περισσότεροι πρόλαβαν να διαφύγουν. Τρεις όμως παγιδεύτηκαν στον τρίτο όροφο. Ο πυκνός καπνός και οι τοξικές αναθυμιάσεις από την καύση πλαστικών και χαρτικών υλικών τους στέρησαν τη ζωή μέσα σε λίγα λεπτά. Η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος. Η Παρασκευή Ζούλια και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης δεν τα κατάφεραν επίσης.
Η δικαιοσύνη σε δύο μέτωπα
Το έγκλημα προκάλεσε σοκ και οργή. Η ΕΛ.ΑΣ. συνέλαβε έναν ύποπτο (Θ.Σ.), που παραπέμφθηκε σε δίκη με βαριές κατηγορίες: ανθρωποκτονία από πρόθεση, κατασκευή εκρηκτικής βόμβας, πρόκληση έκρηξης. Το 2016 κρίθηκε ομόφωνα αθώος, λόγω έλλειψης αποδείξεων. Παράλληλα, το 2013 καταδικάστηκαν τρία στελέχη της Marfin – ο διευθύνων σύμβουλος, ο υπεύθυνος ασφαλείας και η διευθύντρια του υποκαταστήματος – για φόνο εξ αμελείας και σωματικές βλάβες, εξαιτίας των σοβαρών παραλείψεων στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση προσωπικού.
Από τη δικογραφία αποκαλύφθηκε πως το υποκατάστημα δεν διέθετε πιστοποιητικό πυροπροστασίας, η έξοδος κινδύνου ήταν κλειδωμένη και η διοίκηση είχε αγνοήσει αίτημα να μην λειτουργήσει το κατάστημα εκείνη τη μέρα, λόγω της επικείμενης πορείας. Οι εργαζόμενοι είχαν προσέλθει από φόβο για απολύσεις.
Αστικές ευθύνες και η απόφαση του Αρείου Πάγου
Οι συγγενείς των θυμάτων κινήθηκαν νομικά κατά της τράπεζας. Πρωτόδικα τους επιδικάστηκαν αποζημιώσεις έως 1,1 εκατ. ευρώ. Όμως, το 2020, ο Άρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου, υποστηρίζοντας ότι δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς η ευθύνη της τράπεζας για τις παραλείψεις της. Έκρινε ότι πρέπει να επανεξεταστεί αν η Marfin και τα μέλη του ΔΣ της όφειλαν να έχουν λάβει μέτρα – όπως ρολά ασφαλείας, αντιβανδαλικούς υαλοπίνακες, δεύτερη έξοδο κινδύνου και πυροσβεστικό δίκτυο – για να αποτρέψουν την τραγωδία.
Η απόφαση αυτή επανέφερε στο προσκήνιο τις συστημικές ευθύνες γύρω από τον θάνατο των τριών υπαλλήλων. Δεν ήταν μόνο οι εμπρηστές που οδήγησαν στον θάνατο, αλλά και ένα πλέγμα αδιαφορίας, ελλιπούς πρόληψης και παραλείψεων από πλευράς εργοδοσίας και Πολιτείας.
Η πολιτική και κοινωνική σιωπή
Η υπόθεση Marfin έγινε σύμβολο για τις παρενέργειες του κοινωνικού θυμού που ξέσπασε τα χρόνια των Μνημονίων, αλλά και για τις σιωπές γύρω από τις ευθύνες. Οι ένοχοι του εμπρησμού δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ. Οι αρχές απέτυχαν να βρουν τους δολοφόνους. Το έγκλημα έμεινε χωρίς φυσικούς αυτουργούς, δημιουργώντας ένα βαθύ ρήγμα εμπιστοσύνης.
Η μνήμη των θυμάτων της Marfin δεν τιμήθηκε επαρκώς από την πολιτεία. Για χρόνια δεν υπήρχε ούτε καν μια αναμνηστική πλάκα. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια, για να τοποθετηθεί ένα λιτό μνημείο στην πρόσοψη του κτιρίου, το 2020.
Πηγή: newsbeast.gr