Το βιβλίο “ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΕΥΛΟΓΙΑ” του δρ. Μιχαήλ Παναγιώτου για το εξωκκλήσι στο Λογγό Φθιώτιδας
Ἡ εὐλάβεια ὅμως τῶν κατοίκων καί ἡ ἄγνοια τοῦ τρόπου δράσεως, ἀκόμα δέ καί ἡ σπουδή γιά ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, παραμέρισε κάθε σκέψη γιά ἐπισταμένη ἔρευνα καί ἔτσι ἐτάφησαν τυχόν ἱστορικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ὅπως ἔδειξαν τά ἀποκαλυφθέντα θεμέλια παλαιᾶς οἰκοδομῆς ὑπῆρχαν, ἀλλά ἀπαλύφθησαν καί παραδόθησαν εἰς τήν λήθη.
Μέ τήν ἔρευνα τοῦ ἀγαπητοῦ μου συνεργάτου, θεολόγου, κ. Μιχαήλ Χρ. Παναγιώτου ἀνεδείχθησαν πολλά στοιχεῖα γιά τήν Παναγία Εὐλογιά! Ὁ πιστός λαός πού εὐλαβεῖται τήν Παναγία καί προσεύχεται στήν ἑορτή της, τήν 23η Αὐγούστου, ἀλλά καί οἱ προσκυνητές ὅλου τοῦ χρόνου, πού περνοῦν ἀπό ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν καί νά ζητήσουν τήν προστασία καί τήν εὐλογία τῆς Θεοτόκου, θά ἔχουν τώρα τήν εὐκαιρία νά γνωρίσουν τήν ἱστορία, τά θαύματα καί τά θεοσημεῖα, πού ἡ Παναγία ἐπιτελεῖ.
Συγχαίρω ἀπό καρδίας τόν συγγραφέα γιά τήν σύνταξη τοῦ καλαίσθητου τεύχους καί μακαρίζω ὅλους ὅσοι εἶχαν κατά καιρούς ἐμφανή τήν παρουσία τῆς Παναγίας Εὐλογιᾶς στή ζωή τους.
Εὔχομαι τό ἱερό αὐτό προσκύνημα νά ἀναδεικνύεται γιά τόν καθένα τόπος ἁγιασμοῦ καί εὐλογίας, ἡ δέ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά δεσπόζει, νά προστατεύει καί νά χειραγωγεῖ στό δρόμο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς πάντες τούς τιμῶντες τήν Ἱερά μνήμη Της.
Μετά πατρικῶν εὐχῶν!
† Ὁ Φθιώτιδος Νικόλαος
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Αφορμή για την συγγραφή του παρόντος πονήματος αποτέλεσε η προσέγγιση και η παρότρυνση προς το πρόσωπό μου της κυρίας Ασημίνας Γρηγορίου, κόρη της Αικατερίνης (Ρίνας) Αθαν. Παπανδρέου (το γένος Μέλιου), η οποία είχε δει και το όνειρο – όραμα για την εύρεση της εικόνας της Παναγίας της Ευλογιάς. Η κ. Ασημίνα Γρηγορίου λοιπόν, επιθυμούσε διακαώς να καταγραφούν οι έντονες αναμνήσεις και παραστάσεις που είχε από την μητέρα της, σχετικά με την εύρεση της εικόνας. Εκτός αυτής όμως, υπάρχουν και αρκετοί, ζώντες ακόμη, ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής αυτής, που έζησαν από κοντά τα συγκεκριμένα γεγονότα, έχουν χαραχθεί βαθιά στη μνήμη τους και τα διαδίδουν προφορικώς από γενιά σε γενιά.
Γι’ αυτούς τους λόγους ήταν επιβεβλημένη, πιστεύω, η καταγραφή όλων αυτών των διάσπαρτων πληροφοριών και εμπειριών, προτού ο πανδαμάτωρ χρόνος αναπόφευκτα οδηγήσει στη λήθη και στο «ξέφτισμα» των τόσο σημαντικών αναμνήσεων, οι οποίες φανερώνουν ότι θαύματα και θείες εμπειρίες συμβαίνουν πάντοτε και σε ανθρώπους που ο Κύριος επιλέγει, γιατί μόνο Αυτός γνωρίζει ποιος θα καταστεί το σκεύος εκλογής: «Πορεύου ὄτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὖτος τοῦ βαστάσαι τό ὄνομά μου…» (Πραξ. Ἀποστ. 9,15).
Η καταγραφή λοιπόν των συγκεκριμένων γεγονότων έγινε, αφού πρώτα συλλέχθηκαν όλες οι πληροφορίες από τους ζώντες ακόμη μάρτυρες, οι οποίοι ήταν παρόντες σ’ εκείνο το σημείο της εύρεσης της εικόνας, αλλά κι από εκείνους που προφορικώς άκουσαν για τα συγκεκριμένα γεγονότα. Άλλωστε, δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος μόνιμος κάτοικος στην περιοχή του Λογγού, του Αγίου Κωνσταντίνου και της Άγναντης, που να μην γνωρίζει έστω και επιφανειακά τα γεγονότα αυτά. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός της μεγάλης τιμής και ευλάβειας προς το συγκεκριμένο προσκύνημα, που αντικατοπτρίζεται στη πανήγυρη του Ιερού Παρεκκλησίου στις 23 Αυγούστου, εκάστου έτους.
Θέλω να ευχαριστήσω κατ’ αρχάς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ.κ. Νικόλαο, ο οποίος πάντα ενθαρρύνει και ευλογεί τέτοιες πρωτοβουλίες που υπενθυμίζουν σε όλους μας ότι θαυμαστά γεγονότα και θείες παρεμβάσεις συνέβησαν και θα συμβαίνουν πάντα, σε οποιαδήποτε εποχή, όταν ο Κύριος κρίνει ότι υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και τα πρόσωπα που θα τα αναδείξουν, με σκοπό την ωφέλεια και σωτηρία των πιστών. Ακόμη, ευχαριστώ τα μέλη του τωρινού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της ενορίας Λογγού: πρεσβύτερο και πατέρα μου, π. Χρήστο Παναγιώτου και τους κ. Ευάγγελο Νικολάου, κ. Παρασκευά Κατσαρό και ιδιαιτέρως την κ. Παρασκευή Ιωακείμ για την ακούραστη συλλογή πληροφοριών και τη διάθεση παλαιού φωτογραφικού υλικού. Επίσης τους συναδέλφους στη Γραμματεία της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος: κ. Τριαντάφυλλο Μπολτέτσο και κ. Κωνσταντίνο Βαλτινό για την ηλεκτρονική επιμέλεια του εγχειριδίου και για την βοήθεια στην εξεύρεση του αρχειακού υλικού αντίστοιχα. Τέλος βαθιές ευχαριστίες οφείλω σε όλους όσους βοήθησαν στη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών, καθώς και όλων αυτών που με προθυμία δέχτηκαν να μου μεταδώσουν τις εμπειρίες τους και τις αναμνήσεις τους από το συγκεκριμένο γεγονός. Πιστεύω ότι είναι ανώφελο να προχωρήσω σε προσωπικές αναφορές στον καθένα ξεχωριστά, γιατί όπως προανέφερα είναι πάνδημη η αίσθηση ότι τα γεγονότα που προηγήθηκαν, δεν μπορούν να οικειοποιηθούν από κάποιο πρόσωπο ιδιαίτερα, αφού αφορούν όλους τους κατοίκους της περιοχής.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ
Η περιοχή με το τοπωνύμιο «Ευλογιά» στον Λογγό Λοκρίδος ήταν την εποχή της Τουρκοκρατίας ένας από τους σημαντικότερους οικισμούς, γύρω από την αρχαία πόλη του Δαφνούντα. Σήμερα στη θέση που βρισκόταν κατά την αρχαιότητα ο Δαφνούντας, ένα από τα πιο σπουδαία λιμάνια της περιοχής, είναι κτισμένη η κωμόπολη του Αγίου Κωνσταντίνου. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας άρχισαν να δημιουργούνται γύρω από τα ερείπια της αρχαίας πόλης διάφοροι οικισμοί. Σημαντικότεροι από τους οικισμούς αυτούς ήταν: του Βορλοβού, του Νεοχωρίου και της Ευλογιάς. Ο οικισμός της Ευλογιάς μαζί με τους οικισμούς: Λιβανάταις, Αρκίτσα, Μελιδώνι, Γολέμι και Λογγό αποτελούσαν τον Δήμο Δαφνησίων. Στην πορεία των ετών οι κάτοικοι της Ευλογιάς εγκαταστάθηκαν νοτιότερα, όπου σήμερα διατηρούνται στη νέα θέση ορισμένα σπίτια, κοντά στο νέο εθνικό δρόμο αμέσως μετά το χείμαρρο Ξηριάς. Με το δ/γμα 1/13.9.1840 ο συνοικισμός αυτός αποτέλεσε ένα χωριό με τον Λογγό.
Σχετικά με την επωνυμία «Ευλογιά», δεν υπάρχει κάποια εξακριβωμένη πληροφορία από πού προήλθε. Σύμφωνα με κάποιες προφορικές παραδόσεις, μάλλον ο οικισμός στην περιοχή αυτή άρχισε να υφίστανται από το 600 μ.Χ. περίπου και εξαιτίας της μολυσματικής ασθένειας της Ευλογιάς, η οποία «θέρισε» τον οικισμό γύρω στα 1300 μ.Χ., οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να εγκατασταθούν στην Αταλάντη. Ο οικισμός, όπως προαναφέρθηκε, άρχισε να αναβιώνει εκ νέου την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Στην περιοχή Ευλογιά (αργότερα ονομάζονταν και «Βαλακατούσα», επωνυμία που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα) του χωριού Λογγού Λοκρίδος, ανατολικά του Αγίου Κωνσταντίνου, υπάρχει ένα όμορφο παρεκκλήσιο αφιερωμένο στη Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου (στην Απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου). Το μέρος όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο παρεκκλήσιο είναι πολύ γραφικό, τρία χιλιόμετρα από την εθνική οδό, ανάμεσα σ’ ένα επιβλητικό πευκοδάσος με τρεχούμενο νερό στον αύλειο χώρο και απεριόριστη θέα προς τον Ευβοϊκό κόλπο.
Η ιστορία του συγκεκριμένου παρεκκλησίου έχει ως εξής: Το έτος 1954, και τον μήνα Μάιο (εποχή που σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες «έδιναν» τα πεύκα ρετσίνι), η Αικατερίνη (Ρίνα) Αθαν. Παπανδρέου, το γένος Μέλιου, (μακαριστή σήμερα, η οποία γεννήθηκε το 1917 στο Λογγό Λοκρίδος και απεβίωσε στις 15 Ιανουαρίου του έτους 2000, σε ηλικία 83 ετών) ήταν 37 ετών τότε, είδε κάποιο όνειρο, ότι στο σημείο που είναι σήμερα η εκκλησία της Ευλογιάς, υπήρχε θαμμένη μια εικόνα της Παναγίας. Στο συγκεκριμένο σημείο, εκείνη την εποχή υπήρχαν μεγάλα πλατάνια και τρεχούμενο νερό, όπου οι βοσκοί πήγαιναν τα ζώα για να ξεδιψάσουν και να ξαποστάσουν.
Όταν λοιπόν, η γυναίκα αυτή, ανέφερε το όνειρο στις αρχές του τόπου της εποχής εκείνης, αρχικά δεν έγινε πιστευτή και δεν έγινε καμία ενέργεια. Τις επόμενες ημέρες όμως ξαναείδε το όνειρο, όπου με πιο έντονες παραστάσεις της υποδεικνύονταν επακριβώς το σημείο που ήταν θαμμένη η εικόνα και η γυναίκα, πιο πιεστικά πλέον, επιζητούσε τη σχετική άδεια για να αρχίσουν το σκάψιμο. Έτσι λοιπόν, αφού ενημερώθηκε και ο τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος, μακαριστός κυρός Αμβρόσιος, μετά από παρέμβασή του δόθηκε η προβλεπόμενη άδεια της ανασκαφής από την αστυνομία. Αμέσως μετά, στο συγκεκριμένο σημείο που υπέδειξε (σύμφωνα με το όνειρό της) η Ρίνα Παπανδρέου ανέβηκαν αρκετά άτομα από την περιοχή της Ευλογιάς (Βαλακατούσας) και του Λογγού, όπου μαζί ήταν και ο τότε ιερέας Λογγού, μακαριστός π. Βασίλειος Δασκαλόπουλος. Επίσης, παρόντες ήταν και κάποιοι εργάτες ορυχείου, οι οποίοι σε κοντινή περιοχή έκαναν εξόρυξη κάρβουνου και το κουβάλαγαν με τα λεγόμενα «ζεμπίλια».
Χαρακτηριστικό σημάδι για το σημείο που έπρεπε να αρχίσουν την ανασκαφή ήταν, σύμφωνα με την υπόδειξη της Ρίνας Παπανδρέου, ένας μεγάλος πεύκος, κάτω από τον οποίο αφού καθάρισαν πρώτα τους θάμνους, βρήκαν αρκετές πέτρες και χαλάσματα από παλιό τοιχίο που δεν ήταν ορατά πριν εξαιτίας των θάμνων. Μετά από ενάμιση μέτρο περίπου σκάψιμο άρχισαν να βλέπουν πολλά ερείπια, τα οποία όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια ήταν από κατεστραμμένη εκκλησία. Αφού συνέχισαν την ανασκαφή, προς την βορειοανατολική πλευρά, στον χώρο δηλαδή που πιθανόν βρίσκονταν το Ιερό Βήμα, τότε ανακάλυψαν την εικόνα όπως ακριβώς την είχε ονειρευτεί η Παπανδρέου. Σύμφωνα με όλες τις περιγραφές των μαρτύρων είχε ένα πρωτόγνωρο σταυροειδή σχέδιο, με τη μορφή της Παναγίας. Πρέπει να τονιστεί ότι τέτοιο σχέδιο εικόνας της Παναγίας σε σχήμα σταυρού δεν έχει αναφερθεί πουθενά αλλού και είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει τη μοναδικότητα του θαυμαστού αυτού ευρήματος. Επίσης, σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες των παρόντων στον συγκεκριμένο χώρο, αναφέρθηκε ότι βρέθηκαν ακόμη: τρία πέτρινα σκαλοπάτια, ένας τάφος όπου μέσα βρέθηκαν, ένα δακτυλίδι γυναικείο, σκουλαρίκια, δύο μαρμάρινα ψάρια και πολλά οστά μαυρισμένα τα οποία τα κουβάλησαν στο νεκροταφείο του χωριού με τα «ζεμπίλια» των εργατών του ορυχείου.
Το αξιοθαύμαστο, σύμφωνα με όλες τις περιγραφές, είναι ότι όταν βρήκαν την εικόνα άναψαν κεριά μέσα στα ερείπια και υπήρχε η αίσθηση απ’ όλους τους παρόντες, ότι από τα κεριά έσταζε ένα υγρό κόκκινο σαν αίμα. Η συγκεκριμένη θαυμαστή μαρτυρία αναφέρθηκε μάλιστα απ’ όλους που μας περιέγραψαν τα συγκεκριμένα γεγονότα και πέρα από το γεγονός της εύρεσης της εικόνας είναι το άλλο συνταρακτικό γεγονός που έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.
Σύμφωνα με έγγραφα που υπάρχουν στο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος, τον επόμενο μήνα από την θαυμαστή ανακάλυψη της εικόνας και των υπολοίπων αντικειμένων και συγκεκριμένα στις 16 Ιουνίου 1954, ο εφημέριος, μακαριστός π. Βασίλειος Δασκαλόπουλος στέλνει αίτηση προς τον τότε Μητροπολίτη Φθιώτιδος, μακαριστό κυρό Αμβρόσιο και αναφέρει κατά λέξη τα εξής: : «Εὐσεβάστως ἀναφέρω ὑμῖν ὅτι εἰς τόν τόπον ὅπου εὐρέθη ἡ εἰκών τῆς Θεοτόκου, οἱ εὐσεβεῖς καί πιστοί τοῦ Θεοῦ θέλουσιν διά τῶν δωρεῶν των νά ἀναγείρουν ἐκκλησία. Μέχρι στιγμῆς ἔχουν προσφέρει ὅλα ὅτι χρειάζονται διά νά γίνῃ το μικρό ἐξωκκλήσι ἤτοι ἀσβέστη, κεραμίδια, πέτρα, τούβλα κ.λπ. Διά τά περεταίρω κρίνεται.» Στη συνέχεια, από την Ιερά Μητρόπολη δόθηκε η άδεια για την ανέγερση της εκκλησίας, με αντίστοιχο έγγραφο (Αρ. Πρωτ. 1000/ 9 Ιουλίου 1954) που αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ἀπαντῶντες εἰς τήν ἀπό 16 παρελθ. μηνός ἀναφοράν σας ἐπιτρέπομεν τήν ἀνέγερσιν ἐξωκκλησίου τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἐν τῇ ἐνορίᾳ σας».
Άρχισε λοιπόν η κατασκευή της εκκλησίας κατευθείαν, πριν ακόμη την έγγραφη θετική απάντηση από την Ιερά Μητρόπολη (9 Ιουλίου 1954), με προσωπική εργασία και προσφορά οικοδομικών υλικών των προσκυνητών. Μάλιστα, εμφαίνεται (σύμφωνα με τα αρχεία) Αίτηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, με ημερομηνία 4 Ιουλίου 1954, προς την Ιερά Μητρόπολη, όπου αναφέρεται ότι μετά από προσφορά πολλών υλικών «….ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση» της εκκλησίας και ζητείται άδεια για την διενέργεια εράνου «…ἐντός τῆς περιφερείας Λοκρῖδος». Την σχετική Αίτηση, εκτός από τον εφημέριο–πρόεδρο και τα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου, την υπογράφουν και πάνω από πενήντα κάτοικοι της περιοχής. Το ίδιο αίτημα διατυπώνεται πιο επίσημα, λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 12 Ιουλίου, αποστέλλεται και Πράξη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου προς την Ιερά Μητρόπολη (με υπογράφοντες τον πρόεδρο-Ιερέα π. Βασ. Δασκαλόπουλο και μέλη: Αγγελή Αλεξίου, Ιωάννη Ανεστόπουλο, Χρήστο Αποστολόπουλο και Αχιλλέα Μέγα) όπου ζητείται άδεια για την διενέργεια εράνου από επταμελή ερανική επιτροπή στην ευρύτερη περιοχή της Λοκρίδος, επειδή όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων «….ἡ προσφορά τήν ὁποῖαν κατέθεσαν οἱ διάφοροι προσκυνηταί εἰς ὐλικά δέν ἀρκούν διά τήν ἀποπεράτωσιν τοῦ ἐξωκκλησίου…».
Τον επόμενο μήνα, και συγκεκριμένα στις 4 Αυγούστου 1954, αποστέλλεται έγγραφο από την Ιερά Μητρόπολη προς το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, επισυνάπτοντας και την Πράξη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Λογγού όπου ζητείται η έγκριση για την διενέργεια εράνου, αλλά μόνο στην ενορία του Λογγού. Η θετική απάντηση από το Υπουργείο αποστέλλεται τον ίδιο μήνα, στις 16 Αυγούστου 1954, και όπως αναφέρεται στο απαντητικό έγγραφο, τα μέλη της ερανικής επιτροπής για την διεξαγωγή του εράνου ήταν τα εξής: Bασίλειος Ψευτούρας, Κων/νος Αλεξανδρής, Εμμανουήλ Κουρκουλιώτης, Χρήστος Ποντίκης, Κων/νος Τραχανάς, Ιωάννης Ν. Μακρυγιάννης και Ιωάννης Χαριλ. Μακρυγιάννης.
Την επόμενη χρονιά λοιπόν, το έτος 1955, στο σημείο εκείνο ακριβώς, πάνω από τα ερείπια που ανακαλύφθηκαν, συνέχισαν το κτίσιμο της εκκλησίας με τα χρήματα του εράνου, αλλά και με την προσφορά πολλών υλικών από τους κατοίκους της περιοχής. Το κτίσιμο της εκκλησίας έγινε με πέτρα και για ξυλεία χρησιμοποιήθηκε ο αιωνόβιος πεύκος που αποτέλεσε το σημείο για την αρχή της ανασκαφής. Τα ευρήματα από την ανασκαφή, την εικόνα και τα υπόλοιπα αντικείμενα τα τοποθέτησαν μέσα στο χώρο της εκκλησίας της οποίας η κατασκευή ολοκληρώθηκε μέχρι τον Αύγουστο του ιδίου έτους. Μάλιστα με Αίτηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου προς τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος κυρό Αμβρόσιο και με ημερομηνία 5 Αυγούστου 1956, καλείται ο Μητροπολίτης να τελέσει τα εγκαίνια της νεόδμητης εκκλησίας και να δοθεί η σχετική άδεια προκειμένου να τελεσθεί Θεία Λειτουργία στις 23 Αυγούστου. Έτσι λειτουργήθηκε το εκκλησάκι για πρώτη φορά με ιερέα τον μακαριστό π. Βασίλειο Δασκαλόπουλο, ο οποίος ήταν τότε 75 χρονών. (Ο συγκεκριμένος ιερέας απεβίωσε την 1 Μαρτίου 1959, σε ηλικία 78 ετών, και είχε διορισθεί στην ενορία του Λογγού από 1 Ιανουαρίου 1947, σύμφωνα με σχετικά έγγραφα από τα αρχεία της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος). Δύο χρόνια μετά την τέλεση της πρώτης Θείας Λειτουργίας στο εκκλησάκι και συγκεκριμένα στις 26 Ιουλίου 1958, στέλνεται και άλλη ανάλογη αίτηση του τότε Εκκλ. Συμβουλίου προς τον Μητροπολίτη Φθιώτιδος, όπου ζητείται άδεια τελέσεως Θείας Λειτουργίας στις 23 Αυγούστου. Όπως ήταν αναμενόμενο, η άδεια δόθηκε από την Ιερά Μητρόπολη (Αρ. Πρωτ. 1381/31 Ἰουλίου 1958) κι έτσι καθιερώθηκε η πανήγυρη να τελείται κάθε χρόνο την ίδια ημερομηνία (23 Αυγούστου) εκάστου έτους, στην εορτή δηλαδή της Αποδόσεως της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Όπως είναι φυσικό, μετά την διάδοση των θαυμαστών γεγονότων της ευρέσεως της εικόνας και του «αίματος» που έσταζαν τα κεριά, κάτοικοι όχι μόνο από την ευρύτερη περιοχή του Αγίου Κων/νου και Λογγού, αλλά και από πιο μακριά επισκέπτονταν το εκκλησάκι. Επειδή όμως, αμελώς δεν φρόντισαν για την ασφάλεια της εικόνας και των άλλων αντικειμένων που είχαν ανακαλυφθεί, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, εκλάπησαν από ιερόσυλους με αποτέλεσμα να μην έχει διασωθεί τίποτα μέχρι σήμερα.
Η εκκλησία της Παναγίας της Βλογιάς διατηρήθηκε στην ίδια κατάσταση με μικρές βελτιώσεις έως το χειμώνα του 1968. Τότε έκανε μεγάλη βαρυχειμωνιά με αποτέλεσμα από το πολύ χιόνι να γκρεμιστεί η στέγη της εκκλησίας. Με ενέργειες του Ιερέα και της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, προχώρησε η άμεση ανακατασκευή της στέγης, η οποία ανακατασκευάστηκε και πάλι το χειμώνα του 1980 (πάλι μετά από βαρυχειμωνιά) και βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μέχρι σήμερα. Κάποιες παρεμβάσεις βέβαια στο Ναό (π.χ. οι Αγιογραφίες) και συντηρήσεις έγιναν στην πορεία των χρόνων με τις περισσότερες στον αύλειο χώρο, όπως η κατασκευή πηγής με τρεχούμενο νερό το 1982, παγκακίων, τραπεζιών και ο εξωραϊσμός της εισόδου, αλλά αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι διατηρήθηκε ως έχει το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, το οποίο προσδίδει ιδιαίτερο χαρακτήρα στον τόπο του προσκυνήματος.
Άξιο αναφοράς επίσης είναι ένα γεγονός που έλαβε χώρα τα τελευταία χρόνια. Σε κάποια από την πανήγυρη και λίγο πριν την ακολουθία του Εσπερι-νού, επισκέφθηκε ένα ζευγάρι (το οποίο θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του) το χώρο του ιερού παρεκκλησίου και ρώτησαν τις εθελόντριες κυρίες που ετοίμαζαν για την πανήγυρη αν το συγκεκριμένο παρεκκλήσιο είναι αφιερωμένο στην Παναγία. Αφού πήραν θετική απάντηση, τις είπαν ότι πριν από λίγο καιρό είχαν ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην εθνική οδό που βρίσκεται εκεί κοντά και ήταν βέβαιοι ότι σώθηκαν από θαύμα, αλλά δεν ήξεραν που να αποδώσουν τη διάσωσή τους. Μετά από κάποιες μέρες είδαν σε όνειρό τους την Παναγία να τους φανερώνει ότι χάρη σε επέμβασή Της σώθηκαν και μάλιστα τους αποκάλυψε ότι κοντά στο χώρο του δυστυχήματος θα έβρισκαν τον χώρο που θα μπορούσαν να Της αποδώσουν ευγνωμοσύνη. Έτσι έφτασαν ως εκεί, μη γνωρίζοντας τίποτα για την περιοχή και ψάχνοντας κάποιον Ναό που ήταν αφιερωμένος στην Παναγία.
Εν κατακλείδι, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι παρόλο που έχουν περάσει πάνω από εξήντα χρόνια από την θαυμαστή εύρεση της εικόνας της Παναγίας και των γεγονότων που την ακολούθησαν, η Εκκλησία της Ευλογιάς ευλαβείται ιδιαίτερα από όλους τους κατοίκους της ευρύτερης εκεί περιοχής. Επίσης είναι έντονη η αίσθηση όλων των προσκυνητών, ότι η βαθειά ευλάβεια προς το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου που τιμάται στο συγκεκριμένο χώρο, ενισχύεται σημαντικά από την ανάμνηση των θαυμαστών γεγονότων που προηγήθηκαν. Επειδή όμως με το πέρασμα των χρόνων η μνήμη «ξεθωριάζει» και τα γεγονότα της ευρέσεως της εικόνας φαντάζουν πολύ μακρινά και σταδιακά ξεχνιούνται, ίσως το παρόν πόνημα συμβάλλει κατά το δυνατόν να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη και αυτή η ιδιαίτερη ευλάβεια και στις επόμενες γενιές.
Επιμέλεια παρουσίασης: www.fonografos.net